-
1 φενακισμος
-
2 φενᾱκισμός
φενᾱκισμός, ὁ, der Betrug, die Täuschung; Ar. Equ. 631; Din. 1, 92; Dem. 24, 194; Folgde.
-
3 φενᾱκισμός
φενᾱκισμός, ὁ, der Betrug, die Täuschung -
4 φενακισμός
φενᾱκισμός, φενακισμόςcheating: masc nom sg -
5 φενακισμός
ο обман, надувательство, плутовство -
6 φενακισμός
φενᾱκ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φενακισμός
-
7 παρά-κρουσις
παρά-κρουσις, ἡ, das Danebenschlagen, bes. das falsche Schlagen oder Streichen eines Instruments, vgl. Plut. de unius in rep. domin. 3, τὰς ἄλλας ὥςπερ ἐν τοῖς μο υσικοῖς διαγράμμασι τῶν πρώτων τρόπων ἀνιεμένων ἢ ἐπιτεινομένων συμβέβηκε παρακρούσεις καὶ διαφϑορὰς εἶναι. – Dah. übh. das Verfehlen, der Irrthum, Arist. pol. 2, 3 u. a. Sp. Auch Betrug, dem φενακισμός entsprechend, Dem. 24, 194. – Uebtr. wie παρακοπή, Wahnsinn, Hippocr.
-
8 φενᾱκία
φενᾱκία, ἡ, = φενακισμός (?).
-
9 мистификация
мистифи||кацияж ὁ φενακισμός, ἡ ἐξαπάτηση. -
10 φενακισμοίς
-
11 φενακισμοῖς
-
12 φενακισμοίσιν
-
13 φενακισμοῖσιν
-
14 φενακισμού
-
15 φενακισμοῦ
-
16 φενακισμοί
φενᾱκισμοί, φενακισμόςcheating: masc nom /voc pl -
17 φενακισμούς
φενᾱκισμούς, φενακισμόςcheating: masc acc pl -
18 φενακισμώ
-
19 φενακισμῷ
-
20 φενακισμών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φενακισμός — φενᾱκισμός , φενακισμός cheating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμός — ο, ΝΜΑ [φενακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φενακίζω, εξαπάτηση, παραπλάνηση … Dictionary of Greek
φενάκισμα — το, ΝΜΑ [φενακίζω] φενακισμός … Dictionary of Greek
φενάκισμα — το, ατος βλ. φενακισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φενακισμοῖς — φενᾱκισμοῖς , φενακισμός cheating masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμοῖσιν — φενᾱκισμοῖσιν , φενακισμός cheating masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμοί — φενᾱκισμοί , φενακισμός cheating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμοῦ — φενᾱκισμοῦ , φενακισμός cheating masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμούς — φενᾱκισμούς , φενακισμός cheating masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμῶν — φενᾱκισμῶν , φενακισμός cheating masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)