-
1 φαρμακεία
φαρμακείᾱ, φαρμάκειαfem nom /voc /acc dualφαρμακείᾱ, φαρμακείαuse of drugs: fem nom /voc /acc dualφαρμακείᾱ, φαρμακείαuse of drugs: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φαρμακείᾱͅ, φαρμάκειαfem dat sg (attic doric aeolic)φαρμακείᾱͅ, φαρμακείαuse of drugs: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Φαρμακεία
Φαρμακείᾱ, Φαρμάκειαfem nom /voc /acc dual——————Φαρμακείᾱͅ, Φαρμάκειαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 φαρμακεία
-
4 φαρμάκεια
-
5 Φαρμακεια
ἡ Фармакия ( нимфа источника близ Илисса в Аттике) Plat. -
6 Φαρμάκεια
Φαρμάκειαfem nom /voc sg -
7 φαρμακεία
-
8 φαρμακεῖα
-
9 φαρμάκεια
φαρμάκειαfem nom /voc sg -
10 φαρμακεία
φαρμακεία, ἡ, das Geben, Brauchen einer Arznei, eines Heilmittels, Zaubermittels oder Giftes -
11 φαρμακεία
φαρμακεία, ας, ἡ (also-κία; X., Pla. et al.; Vett. Val., pap, LXX; En, AscIs; Philo, Spec. Leg. 3, 94; 98; Ar. 13, 7; Tat. 18, 1) sorcery, magic (φάρμακον; Polyb. 38, 16, 7; Ex 7:11, 22; 8:14; Is 47:9, 12; Wsd 12:4; 18:13; En 7:1; SibOr 5, 165) Rv 18:23. Pl. magic arts 9:21 (v.l. φαρμάκων). In a list of vices Gal 5:20; B 20:1 (AscIs 2:5 ἐπλήθυνεν [ἡ] φαρμακία καὶ ἡ μαγία καὶ ἡ μαντία … καὶ ἡ πορνία …); pl. D 5:1.—B. 1495. DELG s.v. φάρμακον. M-M. -
12 φαρμακεια
I.ἥ1) медикамент, лекарство Xen., Plat.αἱ ἄνω φαρμακεῖαι Arst. — рвотные средства
2) отравление(φ. ἢ ἄλλη κακουργία Dem.)
αἱ περὴ τὰς φαρμακείας Arst. — собирательницы ядовитых зелий, т.е. колдуньи3) отрава, яд(ὀλέθριος φ. Plut.)
4) ведовство, волшебство NT.II.ἡ Arst. = φαρμακίς См. φαρμακις -
13 Φαρμακείᾳ
Βλ. λ. Φαρμακεία -
14 φαρμακείᾳ
Βλ. λ. φαρμακεία -
15 φαρμακεία
{сущ., 3}волшебство, чародейство, колдовство.Ссылки: Гал. 5:20; Откр. 9:21; 18:23. LXX: 3785 (םיפִָשׁכְּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φαρμακεία
-
16 φαρμακεία
{сущ., 3}волшебство, чародейство, колдовство.Ссылки: Гал. 5:20; Откр. 9:21; 18:23. LXX: 3785 (םיפִָשׁכְּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φαρμακεία
-
17 φαρμακεία
чародействоφαρμακείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρμακεία
-
18 φαρμακείᾳ
чародействеφαρμακείαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρμακείᾳ
-
19 φαρμακεία
η отравление -
20 φαρμακεία
волшебство, чародейство, колдовство; LXX: (כְּשָׂפִים).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρμακεία
См. также в других словарях:
φαρμακεία — φαρμακείᾱ , φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc/acc dual φαρμακείᾱ , φαρμακεία use of drugs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείᾳ — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακεία — Φαρμακείᾱ , Φαρμάκεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμακείᾳ — Φαρμακείᾱͅ , Φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρμάκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμάκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεία — η 1. η παροχή δηλητηριώδους φαρμάκου. 2. η χρησιμοποίηση δηλητηρίου για διάπραξη εγκλήματος, η δηλητηρίαση, το φαρμάκωμα: Κατηγορείται για φαρμακεία. 3. η θεραπεία με φάρμακο. 4. η μαγεία με φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακεία — (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή… … Dictionary of Greek
φαρμακεῖα — φαρμακεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείας — φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμάκεια fem gen sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem acc pl φαρμακείᾱς , φαρμακεία use of drugs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακείαι — φαρμακείᾱͅ , φαρμάκεια fem dat sg (attic doric aeolic) φαρμακείᾱͅ , φαρμακεία use of drugs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)