-
1 φαντασματιον
τό короткое видение, греза Plut.
См. также в других словарях:
φαντασμάτιον — τὸ, Α [φάντασμα, ατος] υποκορ. τού φάντασμα … Dictionary of Greek
φαντασμάτια — φαντασμάτιον miserable phantom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)