-
1 φανάρι(ον)
τό1) фонарь;τα φανάρια τού πλοίου — судовые огни;
τό φανάρι(ον) τού δρόμου — уличный фонарь;
2) маяк;3):φανάρι(ον) (της κουζίνας) — проволочная сумка или стеклянная банка (для хранения продуктов);
§ κρατάω φανάρι(ον) — помогать, содействовать кому-л. в любовных делах;
έγινε φανάρι — одна тень от него осталась;
αυτό είναι φως φανάρι — это яснее ясного, это совершенно очевидно
-
2 φανάρι(ον)
τό1) фонарь;τα φανάρια τού πλοίου — судовые огни;
τό φανάρι(ον) τού δρόμου — уличный фонарь;
2) маяк;3):φανάρι(ον) (της κουζίνας) — проволочная сумка или стеклянная банка (для хранения продуктов);
§ κρατάω φανάρι(ον) — помогать, содействовать кому-л. в любовных делах;
έγινε φανάρι — одна тень от него осталась;
αυτό είναι φως φανάρι — это яснее ясного, это совершенно очевидно
-
3 φανάρι
[фанари] ουσ. о. фанарь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φανάρι
-
4 φανάρι
[фанари] ουσ ο фанарь. -
5 φανάρι
lanternΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φανάρι
-
6 σηματοδότης
(φανάρι τροχαίας)el sem'afor -
7 fener
φανάρι, φανός -
8 фонарь
фонарь м το φανάρι; уличный \фонарь το φανάρι του δρόμου* * *мτο φανάριу́личный фона́рь — το φανάρι του δρόμου
-
9 фонарь
-я α.1. φανάρι, φανός•уличный φανάρι του δρόμου•
электрический фонарь ηλεκτρικό φανάρι•
карманный фонарь το κλεφτοφάναρο•
волшебный фонарь το μαγικό φανάρι.
|| αναρτημένηγυα-λόφρακτη λάμπα.2. μώλωπας, μελανιά, -σμα.3. γυάλινος φεγγίτης στέγης. -
10 фара
-
11 фонарь
фонарьм1. τό φανάρι, ὁ φανός:уличный \фонарь τό φανάρι τοῦ δρόμου· волшебный \фонарь ὁ μαγικός φανός· карманный \фонарь τό κλεφτοφάναρο·2. -(в крыше) архшп. τό τζαμλίκι τής σκεπής·3. (синяк) разг ἡ μελανιά:поставить кому-л, \фонарь κάνω σέ κάποιον μελανιά (ἀπό τό χτύπημα). -
12 огонь
1. (пламя, пожар) η φωτιά, η φλόγα, το πυρ 2. (освещение) το φως, ο φανός, το φανάρι"гасить осветительные - ни ав. σβήνω τα φώτα πορείαςбенгальский - τα βεγγαλικά (πλ.)блуждающие - ни (на болотистых местах) οι φωτεινές ατμίδες του φωσφόρου (στους βάλτους)кормовой - мор. πρυμνιό/πρυμναίο -опознавательный - τα φώτα αναγνώρισης, τα διακριτικά φώταотличительный мор. - см. опознавательный -посадочный ав. - τα φώτα της προσγείωσης- спасательного жилета (ав.мор.) τα φώτατου σωσιβίουспасательно-поисковый мор. - τα σωστικά φώτα της έρευναςстояночный ав. - τα φώτα της στάσηςтоповый - мор. о εφίστιος φανόςходовой - мор. τα φώτα πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огонь
-
13 светофор
η φωτεινή σήμανση, ο σηματοδότης (της τροχαίας ή του σιδηροδρόμου)разг. το φανάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > светофор
-
14 фонарь
ο φανός, η λυχνία, разг. το φανάριклотиковый - мор. εφίστιος -носовой якорный - мор. πλωριός - άγκυραςстояночный мор. - αγκυροβολιάςтоповый задний мор. - του πρυμναίου ιστούтоповый передний мор. - άνω πλωραίου ιστούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонарь
-
15 нитка
ни́т||каж ἡ κλωστή, τό νήμα:шелковые \ниткаки τά μεταξωτά νήματα, οἱ μεταξωτές κλωστές, τό μετάξι· кату́шка \ниткаок ὁ μακαρᾶς, ἡ κουβαρίστρα· \нитка жемчуга ἡ κλωστή τῶν μαργαριταριών вдевать \ниткаку в иголку περνῶ κλωστή στή βελόνα· ◊ сшить на живу́ю \ниткаку τρυπώνω· промокнуть до \ниткаки γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· обобрать до \ниткаки ξεγυμνώνω, κατακλέβω, ἀφήνω κάποιον μέ τό πουκάμισο· шито белыми \ниткаками εἶναι φῶς φανάρι, χτυπάει στό μάτι. -
16 осветить
осветитьсов, освещать несов1. φωτίζω, φέγγω:солнце осветило луга ὁ ήλιος φώτισε τά λειβάδια· \осветить фонарем φέγγω μέ τό φανάρι·2. пере ἡ. διασαφώ, διασαφηνίζω:\осветить обстановку διασαφηνίζω τήν κατάσταση· \осветить в печати πραγματεύομαι δνα θέμα στον τύπο, προβάλλω στον τύπο· \осветиться φωτίζομαι / λάμπω (тж. перен):лицо его осветилось улыбкой τό πρόσωπο του ἐλαμψε ἀπό χαρούμενο μειδίαμα. -
17 сигнал
сигналм τό σύνθημα, τό σήμα, τό σινιάλο:звуковой \сигнал τό ἡχητικό σύνθημα, τό ἡχητικό σινιάλο· световой \сигнал φωτεινό σινιάλο, σήμα μέ φανάρι· \сигнал бедствия τό σήμα κινδύνου· \сигнал возду́шной тревоги σήμα ἀεροπορικού συναγερμοῦ· подавать \сигнал σηματοδοτώ, δίνω σήμα· по первому \сигналу μέ τό πρῶτο σύνθημα·2. перен (предупреждение, знак, признак) ἡ προειδοποίηση [-ις], τό προμήνυμα. -
18 σήμα
τό1) знак (в разн. знач);διακριτικό σήμα — знак отличия;
οδικά σήματα знаки уличного движения;σήμα της τροχαίας — дорожный знак;
2) значок; кокарда (на фуражке);φοιτητικό σήμα — университетский значок;
3) клеймо; марка (фирмы, фабрики и т. п.);σήμα κατατεθέν — марка на изделии;
4) вымпел;5) сигнал; κάνω (или δίνω) σήματα сигналить, подавать сигнал;σήμα με φανάρι — световой сигнал;
σήμα κινδύνου — сигнал бедствия
-
19 φως
(γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό1) свет, освещение, огонь;φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;
τεχνητό φως — искусственное освещение;
ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;
η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;
στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;
στο т της σελήνης при свете луны;με το φως της λάμπας — при свете лампы;
κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;
2) (πλ. φώτα) огни;συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;χάνω το φως μου — терять зрение;
4) свет, сийние;5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);φως μου! — светик мой!;
7) жив. освещение;§ φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;
βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;
βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;
φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;
έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;
(ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;
χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;
του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались -
20 ფანარი
ლიფლიფი, სანთლის შესადგმელი ჭურჭელი, მოკრული სამოსლითა ან ჭიქითა და ეგევითართა, фонарь, φανάρι.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ფანარი
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Φανάρι — Sp Fanãris Ap Φανάρι/Fanari L Ikarijos s. kyš. (P. Sporadose) ir g tė ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
φανάρι — το 1. φανός: Τα φανάρια του αυτοκινήτου. 2. φάρος. 3. σκεύος της κουζίνας, ντουλάπι από λεπτό συρματόπλεγμα, όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα. 4. ως κύρ. όν., Φανάρι ιστορική ελληνική, παλιότερα, συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου βρίσκεται το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξενοδοχείο Φανάρι — (Фанарион,Греция) Категория отеля: 2 звездочный отель Адрес: 1 Φανάρι, Фанарион, 6 … Каталог отелей
Άνω Φανάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ., 160 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στην Πελοπόννησο, κοντά στα σύνορα με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροιζήνος της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
Ζαννίνο — (Φανάρι 1922 – Αθήνα 1994). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού και χορευτή Γιάννη Παπαδόπουλου. Ο σχεδόν θηριώδης στην όψη αλλά πάντα χαμογελαστός Ζ. σπούδασε στη σχολή χορού Άγγελου Γριμάνη και εργάστηκε αρκετά χρόνια ως χορευτής πριν στραφεί… … Dictionary of Greek
Καμπούρογλους, Ιωάννης — (Φανάρι 1851 – 1903). Λόγιος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στη Γερμανία και στη Γαλλία. Ίδρυσε μαζί με τον Δημήτρη Κορομηλά την Εφημερίδα (1873 79) και εξέδωσε τη Νέα εφημερίδα(1881). Διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
Fener — Fener, Fanar or Phanar (Greek Φανάρι IPA| [fa nari] ) is a neighborhood midway up the Golden Horn, within the borough of Fatih in Istanbul, Turkey (formerly Constantinople). The streets in the area are full of historic wooden houses, churches,… … Wikipedia
Phanariotes — Phanariotes, Phanariots, or Phanariote Greeks (Greek:Φαναριώτες, Romanian: Fanarioţi , Bulgarian:Фанариоти ) were members of those prominent Greek (including Hellenized Romanian and Albanian) familiesEncyclopedia Britannica, The Phanariotes, 2008 … Wikipedia