Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαλαγγάρχης

См. также в других словарях:

  • φαλαγγάρχης — commander of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αρχηγός, διοικητής φάλαγγας αρχ. αρχηγός φαλαγγαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγάρχης — ο ο αρχηγός φάλαγγας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλαγγάρχαι — φαλαγγάρχης commander of a masc nom/voc pl φαλαγγάρχᾱͅ , φαλαγγάρχης commander of a masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγαρχῶν — φαλαγγάρχης commander of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγάρχαις — φαλαγγάρχης commander of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγάρχην — φαλαγγάρχης commander of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγάρχου — φαλαγγάρχης commander of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγάρχῃ — φαλαγγάρχης commander of a masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγάρχας — φαλαγγάρχᾱς , φαλαγγάρχης commander of a masc acc pl φαλαγγάρχᾱς , φαλαγγάρχης commander of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»