-
1 φακός
φακός, ὁ, 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21.
-
2 φακος
-
3 φακός
φακός, ὁ, (1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse; (2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche; (3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen -
4 φακός
φακόςlentil: masc nom sg -
5 φακός
A lentil, Ervum Lens, and its fruit, Solon 38.3, Hdt.4.17, IG12.334.7, Thphr.HP8.1.4, Diocl.Fr.117, etc.;φακὸν ἕψειν Theoc.10.54
;ἕψημα φακοῦ LXX Ge.25.34
;ἀφέψημα φακοῦ Sor. 1.121
.2 φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, duckweed, Lemna minor, Dsc.1.12, 4.87.1 hot-water bottle, POxy.1088.46 (i A. D.);φ. ὀστράκινος Hp.Nat.Mul.34
;πυρίη φακῶν τῶν κεραμήων Aret.CA2.5
;φ. τοῦ ἐλαίου
oil-flask, 1 Ki.10.1; τοῦ ὕδατος ib.26.11.2 spot on the body, mole, birthmark, PPetr.3p.2, al. (iii B. C.), Dsc.1.13, 5.118, Plu.2.563a, 800e, Gal.11.845, etc.3 ornament on beds, Theodor.Hierap. ap. Ath.10.413b. (Cf. Albanian baθε 'Vicia Faba'.) -
6 φακός
ο1) линза; лупа;φακός αμφίκυρτος — двояковыпуклая линза;
φακός αμφίκοιλος — двояковогнутая линза;
φακός κοιλόκυρτος — выпукло-вогнутая линза;
φακός επιπεδόκυρτος — плоско-выпуклая линза;
μεγεθυντικός φακός — увеличительное стекло;
οπτικός φακός — оптическая линза;
2) анат.:κρυσταλλοειδής φακός — хрусталик глаза;
3) фото объектив;4) фонарик -
7 φακός
-οῦ ὁ N 2 1-8-1-0-0=10 Gn 25,34; 1 Sm 10,1; 26,11.12.16lentil Gn 25,34; lentil-like container (bottle shaped like a lentil; homoeoph. with פך, see also 2 Kgs 9,1.3) 1 Sm 10,1Cf. BARR 1985, 62-63; CAIRD 1976, 82; TOV 1979, 221; WALTERS 1973, 195-196 -
8 φακός
[факос] ουσ α (φυσ) линза, фанарик. -
9 φακός
cristallin -
10 φακός
obiektyw (m) rzecz. -
11 φακός
1) lens2) torchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φακός
-
12 φακός (οπτική)
la lent -
13 φακοί
φακόςlentil: masc nom /voc pl -
14 φακούς
φακόςlentil: masc acc pl -
15 φακόν
φακόςlentil: masc acc sg -
16 ἀ-φάκη
ἀ-φάκη (φακός), ἡ, ein linsenartiges Schotengewächs, Vogelwicke, Theophr.; Ath. IX, 406 c; leontodon taraxacon, Theophr.
-
17 αντικειμενικός
η, ό[ν] объективный;αντικειμενικός ιδεαλισμός — объективный идеализм;
αντικειμενικόςή γνώμη — объективное мнение;
αντικειμενικόςή πραγματικότητα — объективная реальность; — реальная действительность, реальность;
αντικειμενικόςά αίτια — объективные причины;
άνθρωπος αντικειμενικός — объективный человек;
§ αντικειμενικός σκοπός — конечная цель;
αντικειμενικός φακός — опт. объектив
-
18 αποκλίνω
(αόρ. απόκλινα и απέκλινα) 1. μετ.1) откло- нять; 2) наклонять, склонять; 2. αμετ. 1) отклоняться; 2) наклоняться, склоняться; 3) перен. быть склонным (к чему-л.); 4) менять курс (о судне); 5) рассеиваться (о свете, снарядах);αποκλίνων φακός — рассеивающая линза
-
19 διακαυστικός
η, όν воспламеняющий;διακαυστικός φακός — зажигательное стекло
-
20 μεγεθυντικός
η, ό[ν]1) увеличительный, увеличивающий; способный увеличивать;μεγεθυντικός φακός — увеличительное стекло, линза;
2) грам, увеличительный;τα μεγεθυντικόςά — увеличительные имена существительные
См. также в других словарях:
φακός — lentil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
φακός — ο σώμα από γυαλί ή άλλη διάφανη ύλη σχήματος φακής με τις δύο επιφάνειες καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) ή τη μια καμπύλη και την άλλη επίπεδη: Αμφίκυρτος φακός. – Επιπεδόκοιλος φακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρονικός φακός — Μία διάταξη για την εστίαση μιας δέσμης ηλεκτρονίων με τη χρήση είτε ενός μαγνητικού πεδίου (μαγνητικός φακός) είτε ενός ηλεκτροστατικού πεδίου (ηλεκτροστατικός φακός), κατά τρόπο ανάλογο με την εστίαση μιας φωτεινής δέσμης από έναν oπτικό φακό.… … Dictionary of Greek
αντικειμενικός (φακός) — Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή … Dictionary of Greek
φακοῖς — φακός lentil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοῖσι — φακός lentil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοί — φακός lentil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακοῦ — φακός lentil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακούς — φακός lentil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῶν — φακός lentil masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)