-
61 πιστός φίλος
amic lleial -
62 yaren
φίλος -
63 ami
φίλος -
64 přítel
φίλος -
65 przyjaciel
φίλος -
66 φίλα
φίλοςbeloved: neut nom /voc /acc plφίλᾱ, φίλοςbeloved: fem nom /voc /acc dualφίλᾱ, φίλοςbeloved: fem nom /voc sg (doric aeolic)φί̱λᾱ, φῖλοςneut nom /voc /acc pl (doric aeolic)——————φίλαι, φίλοςbeloved: fem nom /voc plφίλᾱͅ, φίλοςbeloved: fem dat sg (doric aeolic) -
67 φίλη
φίλοςbeloved: fem nom /voc sg (attic epic ionic)φί̱λη, φῖλοςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)φί̱λη, φῖλοςneut nom /voc /acc dual (doric aeolic)φιλέωlove: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)φιλέωlove: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————φίλοςbeloved: fem dat sg (attic epic ionic)φί̱λῃ, φιλέωlove: aor subj mid 2nd sg (epic)φί̱λῃ, φιλέωlove: aor subj act 3rd sg (epic) -
68 φιλώτερον
φίλοςbeloved: adverbial compφίλοςbeloved: masc acc comp sgφίλοςbeloved: neut nom /voc /acc comp sg -
69 φίλω
φίλοςbeloved: masc /neut nom /voc /acc dualφίλοςbeloved: masc /neut gen sg (doric aeolic)φί̱λω, φιλέωlove: aor subj act 1st sg (epic)φί̱λω, φιλέωlove: aor ind mid 2nd sg (epic)φιλόωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)——————φίλοςbeloved: masc /neut dat sg -
70 φιλέων
φίλοςbeloved: masc /fem gen pl (epic ionic)φῑλέων, φῖλοςneut gen pl (epic doric ionic aeolic)φιλέωlove: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
71 φιλώτατα
φίλοςbeloved: adverbial superlφίλοςbeloved: neut nom /voc /acc superl pl -
72 φιλώτατον
φίλοςbeloved: masc acc superl sgφίλοςbeloved: neut nom /voc /acc superl sg -
73 φίλαι
φίλοςbeloved: fem nom /voc plφίλᾱͅ, φίλοςbeloved: fem dat sg (doric aeolic)φί̱λαῑ, φιλέωlove: aor opt act 3rd sg (epic) -
74 φίλην
φίλοςbeloved: fem acc sg (attic epic ionic)φί̱λην, φῖλοςneut acc sg -
75 φίλον
φίλοςbeloved: masc acc sgφίλοςbeloved: neut nom /voc /acc sg -
76 φίλους
φίλοςbeloved: masc acc plφί̱λους, φῖλοςneut gen sg (attic epic doric)φιλόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
77 φίλων
φίλοςbeloved: fem gen plφίλοςbeloved: masc /neut gen plφίλωνmasc nom /voc sgφιλόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)φιλόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
78 φίλως
φίλοςbeloved: adverbialφίλοςbeloved: masc acc pl (doric)φιλόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
79 φιλώτατος
φίλοςbeloved: masc nom superl sg -
80 φιλώτερος
φίλοςbeloved: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
φίλος — beloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φίλος — η, ο 1. αγαπητός, προσφιλής: Η φίλη Γαλλία. 2. αυτός που αγαπάει κάποιον, ο προσηλωμένος σε κάτι. 3. ως ουσ., φίλος, ο, φίλη, η και φιλενάδα, η και φιλινάδα, η άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και αφοσίωση: Του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… … Dictionary of Greek
Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα … Dictionary of Greek
Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία … Dictionary of Greek
Ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Друзей много, да друга нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Знакомых тма, а друга нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… … Dictionary of Greek