-
21 φίλος
1) kolega (m) rzecz.2) przyjaciel (m) rzecz. -
22 φίλος
přítel -
23 φίλος
1) chum2) friend3) palΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φίλος
-
24 Φίλος μεν ο Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια
• Платон мне друг, но истина дорожеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φίλος μεν ο Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια
-
25 Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός
Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος– Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός• Не бойся врага умного, бойся друга глупогоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός
-
26 Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος
Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος– Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός• Не бойся врага умного, бойся друга глупогоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος
-
27 παιδό-φιλος
παιδό-φιλος, Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.
-
28 πορνο-φίλος
πορνο-φίλος, Huren liebend (?).
-
29 πονηρό-φιλος
πονηρό-φιλος, böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.
-
30 πολύ-φιλος
πολύ-φιλος, Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.
-
31 πάμ-φιλος
πάμ-φιλος, = Vorigem, Allen lieb, Sp. S. nom. propr.
-
32 πᾱσί-φιλος
πᾱσί-φιλος, = πάμφιλος, Allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre, Archil. bei Ath. XIII, 594 c.
-
33 σαπρό-φιλος
σαπρό-φιλος, häßliche Gegenstände liebend, Augustin. de musica 6, 13.
-
34 φιλό-φιλος
φιλό-φιλος, seine Freunde liebend; Arist. rhet. 2, 4, vgl. de virt. bei Stob. Floril. 1, 11; Pol. 1, 14, 4.
-
35 φανερό-φιλος
φανερό-φιλος, offen in der Liebe, Freundschaft, ein offener, unverhohlener Freund, Ggstz von φανερόμισος, Arist. eth. Nicom. 4, 3.
-
36 χρηστό-φιλος
χρηστό-φιλος, gute Menschen od. Handlungen liebend, Sp.
-
37 χρῡσό-φιλος
χρῡσό-φιλος, das Gold liebend, Anth. VIII, 185.
-
38 γρᾱό-φιλος
γρᾱό-φιλος, alten Weibern lieb, Schol. Ar. Pax 812.
-
39 γαστρό-φιλος
γαστρό-φιλος, ὁ, Bauchfreund, Schlemmer.
-
40 καινό-φιλος
καινό-φιλος, der seine Freunde oft wechselt, immer neue Freunde hat, Phot.
См. также в других словарях:
φίλος — beloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φίλος — η, ο 1. αγαπητός, προσφιλής: Η φίλη Γαλλία. 2. αυτός που αγαπάει κάποιον, ο προσηλωμένος σε κάτι. 3. ως ουσ., φίλος, ο, φίλη, η και φιλενάδα, η και φιλινάδα, η άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και αφοσίωση: Του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… … Dictionary of Greek
Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα … Dictionary of Greek
Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία … Dictionary of Greek
Ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Друзей много, да друга нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Знакомых тма, а друга нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… … Dictionary of Greek