Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φέρν

  • 1 φέρνω

    (αόρ. έφερα, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα) 1. μετ.
    1) нести, носить; везти, возить;

    φέρνω μέσα — вносить; — ввозить;

    φέρνω πίσω — возвращать, отдавать; — относить; — отвозить;

    φέρνω κοντά — приближать;

    2) см. φέρω 5;
    3) приводить; приглашать, вызывать;

    φέρνω (τον) γιατρό — вызывать врача;

    φέρνω μάρτυρα — с) приглашать в качестве свидетеля; — б) перен. брать в свидетели;

    § φέρνω τον κατακλυσμό — сильно преувеличивать трудности, опасности;

    ο λόγος το φέρνει — просто так, между прочим;

    όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος — погов, год тих, а час лих;

    2. αμετ. быть похожим, походить на...; иметь сходство с...; смахивать на... (разг);

    φέρν του πατέρα μου — походить на отца;

    αυτό το χρώμα φέρνει στο κόκκινο — этот цвет похож на красный; — этот цвет ударяет в красный (разг)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέρνω

См. также в других словарях:

  • ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] …   Dictionary of Greek

  • Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»