-
1 нести
нести 1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω 2) (выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω 3) (терпеть) υφίσταμαι· \нести ответственность είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη· \нести убытки ζημιώνω* \нести потери υφίσταμαι απώλειες* * *1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω2) ( выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω3) ( терпеть) υφίσταμαιнести́ отве́тственность — είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη
нести́ убы́тки — ζημιώνω
нести́ поте́ри — υφίσταμαι απώλειες
-
2 нести
нес||ти́несов1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:\нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·2. (гнать, мчать) φέρνω:по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:\нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:\нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:\нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·6. безл (пахнуть):оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·7. безл (дуть):\нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·8. (о птицах):\нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες; -
3 нести
несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. несяρ.σ.1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•-мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.
|| μτφ. επωμίζομαι•нести отвтственность φέρω ευθύνη.
|| εκτελώ εκπληρώνω•нести службу εκτελώ υπηρεσία•
нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.
|| μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.
3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•-ст чесноком μυρίζει σκόρδο•
от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.
|| φυσώ, πνέω•с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•
-т с окна φυσάει από το παραθύρι.
|| μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•
нести потери υφίσταμαι απώλειες•
нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.
5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.6. επιφέρω•нести смерть επιφέρω τον θάνατο.
7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.8. γεννώ (αυγά)•курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.
9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.
εκφρ.высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες. -
4 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
5 наказание
наказание с η τιμωρία, η ποινή* понести \наказание υφίσταμαι τιμωρία* * *сη τιμωρία, η ποινήпонести́ наказа́ние — υφίσταμαι τιμωρία
-
6 подвергаться
подвергать||сяὑποβάλλομαι; ὑφίσταμαι, ὑπόκειμαι εἰς...:\подвергатьсяся насмешкам γίνομαι ἀντικείμενο ἐμπαιγμών· \подвергатьсяся опасности διατρέχω κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω· \подвергатьсяся оскорблению ὑφίσταμαι προσβολἡν. -
7 претерпевать
претерпеватьнесов, претерпеть сов1. (переносить) τραβώ, ὑποφέρω, ὑπομένω, περνώ:\претерпевать лишения περνώ στερήσεις·2. (подвергаться) ὑφίσταμαι, παθαίνω:\претерпевать изменения ὑφίσταμαι ἀλλαγές. -
8 подвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•-наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•
критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•
-обсуждению βάζω υπο συζήτηση•
подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•
подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•
подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.
υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•
насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•
подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•
подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.
-
9 потерпеть
ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ..потерпевший.1. υπομένω, κάνω υπομονή, ανέχομαι βαστώ, κρατώ•я не -шло таких беспорядков δε θα ανεχτώ τέτοια ακαταστασία•
его уговаривали потерпеть τον συμβούλευαν να κάνει υπομονή.
2. δοκιμάζω, υφίσταμαι, παθαίνω•потерпеть неудачу υφίσταμαι αποτυχία (αποτυχαίνω)•
потерпеть кораблекрушение παθαίνω ναυάγιο (ναυαγώ), καραβοτσακίζομαι.
|| παλ. διώκομαι, καταδιώκομαι• υποφέρω•потерпеть за правду καταδιώκομαι για την αλήθεια.
-
10 быть
бытьнесов1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή4. (в знач. связки) είμαι:он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα. -
11 видеть
ви́де||тьнесов1. βλέπω, θωρῶ:\видеть мельком παίρνει τό μάτι μου (κάτι)· \видеть издалека βλέπω ἀπό μακρυά· \видеть своими глазами βλέπω μέ τά ίδια μου τά μάτια· \видеть сон βλέπω ὀνειρο, ὁνειρεύομαι· \видеть во сие кого-л. βλέπω στον ὑπνο μου κάποιον· я рад вас \видеть χαίρομαι πού σας βλέπω·2. (испытать) δοκιμάζω, περνῶ, ὑφίσταμαι:она \видетьла много горя πέρασε πολλές στενοχώριες·3. (считать) βλέπω, θεωρῶ, κρίνω:не ви́жу в этом необходимости δέν βλέπω τήν ἀνάγκη, δέν τό κρίνω ἀπαραίτητο· ◊ \видеть насквозь кого-л., что́-л. βλέπω καθαρά κάποιον видишь ли вводн. сл. ξέρεις δμως· как видите вводн. сл. ὀπως βλέπετε, ὅπως ἀποδείχνεται. -
12 влияние
влия||ниес1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος. -
13 вытерпеть
вытерпетьсов1. (перенести) ὑφίσταμαι, ὑπομένὠ2. (стерпеть, удержаться) συγκρατούμαι, κάνω ὑπομονή:не \вытерпеть δέν κρατιέμαι, δέν βαστῶ. -
14 оскорбление
оскорб||лениес ἡ προσβολή, ἡ υβρις / ἡ λοιδορία, ἡ ἐξύβρισις (словом):тяжелое \оскорблениеление ἡ βαρειά προσβολή· наносить \оскорблениеление προσβάλλω· подвергаться \оскорблениелению ὑφίσταμαι προσβολήν. -
15 отпадать
отпад||а́тьнесов1. (отваливаться) ξεκολλώ/ πέφτω, ἐκπίπτω (падать)·2. перен (утрачивать силу, смысл) ἐκλείπω, παύω νά ὑφίσταμαι, περνῶ:вопрос \отпадатьает τό ζήτημα παύει νά ὑφίσταται· \отпадатьает необходимость ἐξέλιπε ἡ ἀνάγκη. -
16 поддаваться
поддавать||ся1. ὑποχωρώ, ἐνδίδω, ὑποκύπτω·2. (оказаться под воздействием) ὑποβάλλομαι, ὑφίσταμαι:не поддающийся убеждению ἀνένδοτος, ἀμετάπειστος· \поддаватьсяся чьему-л. влиянию πέφτω κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή, ἐπηρεάζομαι· \поддаватьсяся искушению ὑποκύπτω στον πειρασμό, δελεάζομαι· ◊ это не поддается описанию αὐτό δέν περιγράφεται, εἶναι ἀπερίγραπτο. -
17 потерпеть
потерп||етьсов1. (проявить терпение) ὑπομένω, κάνω ὑπομονή·2. (испытывать, переносить) παθαίνω:\потерпеть кораблекрушение ναυαγώ, καραβοτσακίζομαν \потерпеть поражение νικώμαι, ήττῶμαι, ὑφίσταμαι ἡτταν \потерпеть неудачу ἀποτυχαίνω·3. (допускать) ἀνέχομαι, ἐπιτρέπω:я не \потерпетьлю этого δέν θά τό ἀνεχθώ αὐτό. -
18 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
19 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
20 убыток
убыт||окм ἡ ζημία, ἡ ἀπώλεια, ἡ χασούρα:чистый \убыток ἡ καθαρή ζημία· нанести́ \убыток προξενώ ζημία· нести́ \убыток ζημιώνω, ὑφίσταμαι ζημία· быть в \убытокке βγαίνω ζημιωμένος· с \убытокком, в \убытокке μέ ζημία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — υφίσταμαι, (υπέστη υπέστησαν) βλ. πίν. 159 Σημειώσεις: υφίσταμαι : η μτχ. υφιστάμενος απαντάται και ως ουσιαστικό (→ ο κατώτερος στην ιεραρχία, σε σχέση με τον ανώτερο του) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑφίσταμαι — ὑφίστημι place pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek