-
1 υποβρύχιο(ν)
το подводная лодка;ατομικό υποβρύχιο(ν) — атомная подводная лодка
-
2 υποβρύχιο(ν)
το подводная лодка;ατομικό υποβρύχιο(ν) — атомная подводная лодка
-
3 υποβρύχιο
[иповрихио] ουσ о. подводная лодка. -
4 άρμα
τό1) (чаще πλ.) прям., перен. оружие;βάζω κάτω ( — или ρίχνω) τ' άρματα — бросать оружие, сдаваться, прекращать борьбу;
στ' άρματα! — к оружию!;
με τ' άρματα — с оружием;
2) фамильный герб с изображением оружияάρμα2/2τό колесница; повозка;αποκριάτικο άρμα2/2 — карнавальная колесница;
§ άρμα2/2 μάχης — танк;
υποβρύχιο άρμα2/2 μάχης — танкамфибия;
(προσ)δένομαι ( — или είμαι εζευγμένος) στο άρμα2/2 κάποιου — быть на поводу у кого-л., слепо исполнять чьё-л. желание;
δένομαι στο άρμα2/2 της πολιτικής κάποιου — идти в фарватере чьей-л. политики
-
5 ατομικός
η, ό[ν]1) личный, индивидуальный; персональный; частный;ατομικά είδη (δπλα) — личное имущество (оружие);
ατομική ΧΡήση — личное потребление;
ατομική καθαριότητα — личная гигиена;
ατομική ιδιοκτησία — частная собственность;
ατομική υπόθεση — частное дело;
ατομικές ελευθερίες — гражданские свободы;
ατομικά δικαιώματα (συμφέροντα) — личные права (интересы);
ατομική ψυχολογία — психология человека;
ατομικό βιβλιάριο — воен, солдатская книжка;
ατομικός επίδεσμος — индивидуальный пакет;
2) атомный;ατομικό βάρος — атомный вес;
ατομική στήλη — или ατομικός αντιδραστήρας — атомный реактор;
ατομική θεωρία (ενέργεια) — атомная теория (энергия);
ατομική βόμβα — атомная бомба;
ατομική έκρηξη — атомный взрыв;
ατομικό όπλο — атомное оружие;
ατομικό υποβρύχιο — атомная подводная лодка
-
6 καλώδιο(ν)
-
7 καλώδιο(ν)
См. также в других словарях:
υποβρύχιο — Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να… … Dictionary of Greek
υποβρύχιο — το πλοίο που μπορεί να κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας αλλά και κάτω από αυτήν: Στόλος υποβρυχίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
τορπίλη — Αυτοκινούμενο υποβρύχιο όπλο με εκρηκτική γόμωση, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, από πλοίο επιφανείας ή από αεροσκάφος. Η πρώτη πραγματική τ. κατασκευάστηκε το 1866 68 από τον Άγγλο τεχνικό Ρόμπερτ Χουάιτχεντ, διευθυντή ενός μηχανουργικού… … Dictionary of Greek
περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… … Dictionary of Greek
υποβρυχιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο 2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek