-
1 υπνωτισμός
ο1) гипнотизм; 2) гипнотизирование, гипноз, усыпление -
2 υπνωτισμός
[ипнотизмос] ουσ. а. гипнотизм.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπνωτισμός
-
3 υπνωτισμός
[ипнотизмос] ουσ α гипнотизм. -
4 гипноз
-
5 гипноз
η ύπνωση, ο υπνωτισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гипноз
-
6 гипноз
гипно́||зм ἡ ὕπνωση [-ις], ὁ ὑπνωτισμός. -
7 усыпление
усып||лениес τό ἀποκοίμισμα, ἡ νάρκωση/ τό νανούρισμα (убаюкивание)/ ὁ ὑπνωτισμός (гипнотизирование). -
8 hypnotism
noun (the art of producing hypnosis.) υπνωτισμός -
9 внушение
-я ουδ.1. έμπνευση, εμφύσηση•-страха έμπνευση φόβου.
|| υποβολή• υπνωτισμός•лечение -ем θεραπεία με υποβολή.
2. παρατήρηση, επίπληξη•делать строгое внушение κάνω αυστηρή παρατήρηση.
-
10 гипноз
-а α.υπνωτισμός, -ση. -
11 гипнотизм
-а α.υπνωτισμός. -
12 магнетизм
-а α.1. μαγνητισμός.2. παλ. υπνωτισμός.εκφρ.животный магнетизм – παλ. ζωικός μαγνητισμός•земной магнетизм – γήινος μαγνητισμός. -
13 сомнамбулизм
-а α.υπνοβασία, νυκτοβασία. || παλ. υπνωτισμός (κατάσταση).
См. также в других словарях:
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
υπνωτισμός — ο 1. μέθοδος που προκαλεί τεχνητό ύπνο, ώστε το υπνωτισμένο άτομο να εκτελεί ό,τι του υποδείξει ο υπνωτιστής. 2. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο υπνωτισμένος, η ύπνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού») 2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως 3. (ψυχολ.) «κατάσταση… … Dictionary of Greek
Μέσμερ, Φραντς Άντον — (Franz Friedrich Anton Mesmer, Κωνσταντία Γερμανίας 1734 – Μέερσμπουργκ 1815). Γερμανός γιατρός. Ο M., ο οποίος σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, έγινε γνωστός από τις μελέτες που διεξήγαγε σχετικά με τις θεραπευτικές… … Dictionary of Greek
παραψυχολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παραψυχολογία: Ο υπνωτισμός και η τηλεπάθεια είναι παραψυχολογικά φαινόμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)