Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υπνωτισμός

См. также в других словарях:

  • υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… …   Dictionary of Greek

  • υπνωτισμός — ο 1. μέθοδος που προκαλεί τεχνητό ύπνο, ώστε το υπνωτισμένο άτομο να εκτελεί ό,τι του υποδείξει ο υπνωτιστής. 2. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο υπνωτισμένος, η ύπνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού») 2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως 3. (ψυχολ.) «κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • Μέσμερ, Φραντς Άντον — (Franz Friedrich Anton Mesmer, Κωνσταντία Γερμανίας 1734 – Μέερσμπουργκ 1815). Γερμανός γιατρός. Ο M., ο οποίος σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, έγινε γνωστός από τις μελέτες που διεξήγαγε σχετικά με τις θεραπευτικές… …   Dictionary of Greek

  • παραψυχολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παραψυχολογία: Ο υπνωτισμός και η τηλεπάθεια είναι παραψυχολογικά φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»