-
1 υπερτερώ
-
2 υπερτερώ
[ипэртэро] ρ превосходил», одолевать, брат, верх. -
3 κατ'
άνδρα по одному (о людях);κατ' τετράδες — четвёрками;
καθ' ομίλους группами;κατ' τόπους — а) местами; — б) на местах;
οι κατ' τόπους αρχές — местные власти;
7) (при обознач, повторяемости, очерёдности):κατ' έτος каждый год;κατ' μήνα — каждый месяц;
καθ' εκάστην каждый день, ежедневно;ολίγον κατ' ολίγον постепенно, понемногу; 8) (при обознач, связи, соотношения; при сравнении):υπερτερώ κατ' την μόρφωσαν — превосходить по образованию;
9):τα κατ' εμέ (εσέ, αυτόν κ.λ.π.) что касается меня (тебя, его и т. д.); τα καθ' ημάς ήθη наши обычаи;§ τα υπέρ και τα κατ' — а) плюсы и минусы; — б) за и против (доводы, аргументы);
κατ' λέξη — буквально, дословно;
κατ' αρχήν а) в принципе; б) если уж говорить...;κατ' αρχάς сначала, сперва;κατ' μονάς — наедине;
κατ' ιδίαν наедине, доверительно, конфиденциально;τύπους — формально;κατ' αντιμωλίαν юр. в присутствии обеих сторон;κατ' βάθος — а) в сущности; — б) глубоко, досконально;
κατ' κράτος — совершенно;
κατ' τα φαινόμενα — по-видимому; — по всей вероятности, вероятно;
κατ' εξοχήν преимущественно;κατ' συνέπεια — следовательно, в результате; — в случае;
καθ' ην ώραν или καθ' ήν στιγμήν в то время как;έχω κατ' νούν — намереваться, думать, полагать;
νικήθηκε κατ' κατ' — он потерпел полное поражение;
κατ' επανάληψη многократно, неоднократно;καθ' υπερβολήν преувеличенно, чрезмерно; κατ' αυτόν τον τρόπο так, таким образом; κατ' ουδένα τρόπον никоим образом; καθ' ην περίπτωσιν в случае; αυτοί καθ' εαυτούς каждый сам по себе; α6*τό καθ' εαυτό само по себе; τα καθ' έκαστα все подробности;κατ' πώς — или κατ' πού — или καθ' όν τρόπον — как;
κατ' πού ( — или πώς) μας τα λες... — судя по твоему рассказу..., как ты говоришь...;
άϊ κατ' ανέμου иди отсюда!, убирайся!;κατ' πώς θα στρώσεις, θα πλαγιάσεις ( — или θα κοιμηθείς) — погов, как постелешь, так и поспишь;
κατ' φωνή κι' ο γάιδαρος — погов, о волке речь, а он навстречь;
κατ' μάνα, κατ' κύρη είναι γιός και θυγατέρα — погов, яблоко от яблони недалеко падает;
κατ' τον καιρό και το χορό — посл, всякому овощу своё время
См. также в других словарях:
υπερτερώ — ὑπερτερῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπέρτερος] είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω αρχ. αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά … Dictionary of Greek
υπερτερώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερτερώ — υπερτέρησα, είμαι ή γίνομαι υπέρτερος (βλ. λ.), υπερέχω, επικρατώ: Είναι μαθητής που υπερτερεί σε όλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερτερῶ — ὑπερτερέω surpass pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερτερέω surpass pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέρω — ὑπέρ upaári masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρ upaári masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπέρτερος over masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρτερος over masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτέρῳ — ὑπέρ upaári masc/neut dat sg ὑπέρτερος over masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτερώ — (AM καθυπερτερῶ, έω) [καθυπέρτερος] (επιτατ. τού υπερτερώ) υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.) αρχ. (για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά … Dictionary of Greek
αβαντζάρω — και αίρνω (Ι) (μτβ.) 1. προκαταβάλλω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αυξάνω 4. αυξάνω την τιμή, υπερτιμώ 5. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερβάλλω, υπερτερώ 6. οφείλω ή μού οφείλουν υπόλοιπο χρέους (II) (αμτβ.) 1. προχωρώ 2. προοδεύω,… … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek
αποκαίνυμαι — ἀποκαίνυμαι (Α) [καίνυμαι] υπερτερώ, υπερέχω … Dictionary of Greek