Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υπερβολικές

См. также в других словарях:

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • αγαθομανία — η η μανία, το παράλογο πάθος που σπρώχνει σε υπερβολικές πράξεις φιλανθρωπίας …   Dictionary of Greek

  • αλκοολικός — ή, ό και αλκολικός [αλκοόλ] 1.ο σχετικός με το αλκοόλ, αυτός που περιέχει τα συστατικά τού αλκοόλ 2. αυτός που πίνει οινοπνευματώδη ποτά σε υπερβολικές ποσότητες, αυτός που πάσχει από αλκοολισμό 3. αυτός που κατέχεται από κάποιο έμμονο πάθος ή… …   Dictionary of Greek

  • αμάδητος — η, ο [μαδώ] 1. αυτός που δεν τόν μάδησαν 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε υπερβολικές δαπάνες, από τον οποίο δεν τράβηξαν πολλά χρήματα 3. αυτός που δεν μαδιέται εύκολα, δεν τού παίρνεις εύκολα τα λεφτά του …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • αμανές — ο 1. αργό ανατολίτικο τραγούδι, στο οποίο επαναλαμβάνεται συχνά το επιφώνημα αμάν 2. φρ. «τόν πήρε ψηλά τον αμανέ», έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, νομίζει ότι μπορεί να έχει υπερβολικές αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emane] …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • απαιτητικός — ή, ό (Μ ἀπαιτητικός, ή, όν) αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»