Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπαινίσσομαι

См. также в других словарях:

  • υπαινίσσομαι — ὑπαινίσσομαι ΝΑ, και αττ. τ. ὑπαινίττομαι Α κάνω υπαινιγμό, εκφράζω κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ κάτι χωρίς να τό αναφέρω ρητά (α. «υπαινίσσεσαι ότι το σφάλμα ήταν δικό μου;» β. «ὑπῃνίττετο δ οὕτω καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν», Δημοσθ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • υπαινίσσομαι — υπαινίσσομαι, υπαινίχθηκα βλ. πίν. 28 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπαινίσσομαι — υπαινίχτηκα, δηλώνω κάτι συγκαλυμμένα, εκφράζω κάτι όχι ρητά, αλλά έτσι ώστε να υπονοείται: Μιλώντας για υποχρεώσεις υπαινίχτηκε τα δανεικά που σου έδωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαινιττόμενον — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp masc acc sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp masc acc sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινίττῃ — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres subj mp 2nd sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres ind mp 2nd sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres subj mp 2nd sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινιξάμενος — ὑπαινίσσομαι intimate darkly aor part mp masc nom sg ὑπαινίσσομαι intimate darkly aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινισσόμεναι — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp fem nom/voc pl ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινισσόμενος — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp masc nom sg ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινιττομένης — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινιττομένου — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp masc/neut gen sg (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp masc/neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαινιττόμενα — ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) ὑπαινίσσομαι intimate darkly pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»