-
1 υιοθετώ
(ε) μετ. 1.) усыновлять;удочерять; 2) перен. признавать, одобрять, принимать (чьё-л. мнение и т. п.); приветствовать (решение и т. п.) -
2 υιοθετώ
[иотэто] ρ. усыновлять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υιοθετώ
-
3 υιοθετώ
[иотэто] ρ усыновлять. -
4 υιοθετώ
adopter -
5 υιοθετώ
1) adoptować czas.2) przyjąć czas.3) przyjmować czas.4) przysposobić czas.5) zaadoptować czas. -
6 υιοθετώ
1) adoptovat2) osvojit3) přijmout -
7 υιοθετώ
1) adopt2) fosterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υιοθετώ
-
8 усыновить
-
9 adopt
[ə'dopt]1) (to take (a child of other parents) as one's own: Since they had no children of their own they decided to adopt a little girl.) υιοθετώ2) (to take (something) as one's own: After going to France he adopted the French way of life.) ασπάζομαι, υιοθετώ άποψη, ιδέα κ.λπ.•- adoption- adoptive -
10 удочерение
η υιοθέτηση θυγατέρας/κό-ρης-ить υιοθετώ θυγατέρα/κόρηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удочерение
-
11 усыновитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усыновитель
-
12 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
13 подхватить
подхватитьсое., подхватывать несов1. ἀρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω:\подхватить на лету πιάνω στόν ἀέρα, στά πεταχτά·2. (болезнь) разг ἀρπάζω, πιάνω ἀρρώστεια·3. (песню и т. п.) πιάνω τό τραγούδι· ◊ \подхватить чужую мысль ὑιοθετώ ξένη σκέψη. -
14 усыновлять
усынов||лятьнесов υἱοθετώ. -
15 усыновлять
[ουσυναβλγιάτ'] ρ. υιοθετώ -
16 усыновлять
[ουσυναβλγιάτ'] ρ. υιοθετώ -
17 усыновлять
[ουσυναβλγιάτ'] ρ υιοθετώ -
18 усыновлять
[ουσυναβλγιάτ'] ρ υιοθετώ -
19 удочерить
ρ.σ.μ. υιοθετώ κόρη. -
20 усыновить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усыновленный, βρ: -лен, -лена, -леноυιοθετώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υιοθετώ — υιοθετῶ, έω, ΝΜΑ [υιοθεσία] αναγνωρίζω επίσημα, με νομικές διατυπώσεις, ξένο παιδί ως δικό μου νεοελλ. μτφ. εγκρίνω και αποδέχομαι ενέργεια, γνώμη, ιδέα ή απόφαση ενός άλλου και ταυτόχρονα αναλαμβάνω τη σχετική ευθύνη («η αντιπολίτευση υιοθέτησε… … Dictionary of Greek
υιοθετώ — υιοθετώ, υιοθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υιοθετώ — υιοθέτησα, υιοθετήθηκα, υιοθετημένος 1. αναγνωρίζω επίσημα ξένο τέκνο ως δικό μου, το κάνω παιδί μου: Υιοθέτησε ένα κορίτσι από το ορφανοτροφείο. 2. μτφ., αποδέχομαι ξένες ιδέες ή ενέργειες ως δικές μου, τις ενστερνίζομαι, τις εγκρίνω: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Phonologie — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… … Deutsch Wikipedia
αδελφοποιώ — ἀδελφοποιῶ ( έω) (Α) υιοθετώ κάποιον ή κάποια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιὸς < ἀδελφὸς + ποιῶ] … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
αλλοτριονομώ — ἀλλοτριονομῶ ( έω) (Α) 1. κατανέμω, τοποθετώ τα πράγματα σε θέση διαφορετική από την κανονική 2. υιοθετώ ξένες συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριονόμος < ἀλλότριος + νόμος < νέμω] … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… … Dictionary of Greek
εισποιώ — εἰσποιῶ ( έω) (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ 2. εισάγω 3. αποδίδω σε κάποιον 4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν») 5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τόν κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν)… … Dictionary of Greek