Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υδατοφράχτης

См. также в других словарях:

  • υδατοφράχτης — ο υδροφράχτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδατοφράκτης — και υδατοφράχτης, ο, Ν μεγάλο τεχνητό φράγμα για τη συγκέντρωση ή τη συγκράτηση υδάτων και τη δημιουργία τεχνητής λίμνης ή ταμιευτήρα, υδροφράκτης («ο υδατοφράκτης τού Μαραθώνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + φράκτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ …   Dictionary of Greek

  • νεροδεσιά — η παρεμπόδιση ρεύματος νερού, αλλ. υδατοφράχτης, νεροφράχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροφράχτης — ο συγκρότημα τεχνικών έργων για συγκέντρωση, περιορισμό ή συγκράτηση όγκων νερού τρεχούμενου ή βρόχινου, ο υδατοφράχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»