-
1 τηπερ
1) где(τ. ῥηΐστη βιοτέ πέλει ἀνθρώποισιν Hom.)
καί μιν ἔταψαν αὐτοῦ, τ. ἔπεσε Her. — и его похоронили там, где он пал2) так именно, таким точно образомτ. ἐκεῖνος εκεῖνος Her. — так именно, как он сказал
-
2 οσπερ
(эп. ὅπερ), ἥ-περ, ὅ-περ тж. раздельно (dat. m οἵπερ и τοίπερ, dat. f ᾖπερ и τῇπερ, gen. pl. ὧνπερ и τῶνπερ) тот самый, который именно, какой ( или что) иἀφ΄ οὗπερ (sc. χρόνου) Aesch. — с того самого времени;
ᾗπερ (sc. ὁδῷ) Hom., Plat. — каким именно образом, (так же точно) как;ὡϋτὸς ὅ. ἐπ΄ Ἀρτεμισίῳ Her. — (наварх был) тот же, что и при Артемисии;πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε Aesch. — все, что вы желаете;ὧνπερ αὐτὸς ἐξέφυ Soph. — (люди), от которых он сам же и произошел;μόνοι ὄντες ὅμοια ἔπραττον, ἅπερ ἂν μετ΄ ἄλλων ὄντες Xen. — будучи одни, они делали то же самое, что и на людях
См. также в других словарях:
τῇπερ — τῇ , ὁ lentil fem dat sg (attic epic ionic) τῇ , τῇ here indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
όσπερ — ήπερ, όπερ (Α ὅσπερ και ὅπερ και επικ. τ. οἷόπερ, ἥπερ, ὅπερ) ακριβώς εκείνος που, ακριβώς αυτός που αρχ. 1. (οι πλάγ. πτώσεις ως επίρρ.) α) ὅπερ i) γι αυτόν τον λόγο ii) αν και β) ἅπερ καθώς, όπως γ) οὗπερ όπου δ) ᾗπερ, δωρ. τ. ᾇπερ, ιων. τ.… … Dictionary of Greek