-
1 ταχυπωλος
См. также в других словарях:
καλλίπωλος — καλλίπωλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό πωλος, ταχύ πωλος] … Dictionary of Greek
ταχύπωλος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πῶλος (πρβλ. καλλί πωλος)] … Dictionary of Greek