Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τᾰχύ-πωλος

См. также в других словарях:

  • καλλίπωλος — καλλίπωλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό πωλος, ταχύ πωλος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύπωλος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πῶλος (πρβλ. καλλί πωλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»