-
21 ξεστος
31) выстроганный, выглаженный, выскобленный, гладкий(τράπεζα, ἐλάτη, δίφρος Hom.)
2) (обтесанный, полированный(λίθοι Hom., Her.; μνῆμα Plut.); 3) построенный из тесаного камня (αἴθουσαι Hom.; ἀγυιαί, τύμβος Eur.)
-
22 ορθοκρανος
-
23 περιφαντος
21) видимый отовсюду, открытый взорам(τύμβος Anth.)
2) явный, очевидныйπ. ἁνέρ θανεῖται Soph. — муж этот явно умрет
3) славный, знаменитый(Σαλαμίς Soph.)
-
24 σεβας
τό (только nom., acc. и voc. sing. и nom. и acc. pl. σέβη)1) благоговейный страх, благоговение(σ. δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Hom.; αἰδώς τε σ. τε HH.)
σ. τὸ πρὸς θεῶν Aesch. — благоговейное почитание богов;Διὸς σ. Aesch. — благоговение перед Зевсом;σ. ἀστῶν Aesch. — благоговение граждан2) почтительное изумлениеσ. μ΄ ἔχει εἰσορόωντα Hom. — я смотрю с изумлением
3) предмет благоговейного почитания, святыня(Ἑρμῆς κηρύκων σ. Aesch.; ὦ σ. ἐμοὴ μέγιστον, Ἀγαμέμνων! Eur.)
τύμβος, σ. ἐμπόρων Eur. — гробница, чтимая путниками, μητρὸς σ. Aesch. священная матерь (земля);θεῶν σ. Soph. — святые боги4) предмет изумления или восторга(σ. πᾶσιν ἰδέσθαι HH.)
-
25 στηλουργος
-
26 τηλεφανης
-
27 υψιπαγης
-
28 ψευστης
I(λόγος Pind.)
ψ. ἀνήρ Her. — лжец:πυρσὸς ψ. Anth. — обманчивый сигнальный огонь;ψ. τύμβος Anth. — ложная гробница, кенотаф(ий)IIψ. τινὸς φαίνεσθαι Soph. — оказаться лжецом в чем-л.
-
29 κατακομβές
κατακομβές οιкатакомбы – подземные помещения искусственного или естественного происхождения, состоящие из галерей, коридоров и небольших помещений (крипт). В Древнем Риме катакомбы служили первым христианам убежищем от гонений, местом богослужений и погребенийЭтим.< лат. cat-acumbae < cata, tumbas «рядом с гробницами» < cata + tumba < дргр. τύμβος «могила, гробница, курган»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κατακομβές
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τύμβος — sepulchral mound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek
τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… … Dictionary of Greek
τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)