-
1 сопка
1. (гора, вулкан) το βουνό/ηφαίστειο (με ομαλή κορυφή) 2. арх. о υψηλός τύμβος άνω των 4 μέτρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сопка
-
2 курган
курганм ὁ τύμβος, ὁ τούμπα. -
3 памятник
памятникм τό μνημεῖο[ν] / ὁ ἀνδριάς, τό ἀγαλμα (статуя):\памятник Пушкину ὁ ἀνδριάς τοῦ Ποῦσκιν· надгробный \памятник τό μνημεῖον, ὁ τύμβος· \памятникн письменности μνημεία ἀρχαίας γραφής· воздвигнуть \памятник ἐγείρω μνημείον. -
4 холм
холмм ὁ λόφος:моги́льный \холм ὁ τύμβος. -
5 курган
[κουργκάν] ουσ. α. τύμβος -
6 курган
[κουργκάν] ουσ α τύμβος -
7 курган
-а α. παλ.τύμβος• ανάχωμα. || λόφος βουναλάκι. || πλθ. γήψωμα. -
8 майдан
-а α.μεϊντάν, πλατεία. || (διαλκ,) πισσουργείο, κατραμοποιείο. || αρχαίος τάφος• τύμβος. -
9 памятник
-а α.1. μνημείο• ανδριάντας• άγαλμα•памятник Колокотронису в Афинах ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα•
памятник павшим μνημείο των πεσόντων.
2. τύμβος• επιτύμβιος λίθος, επιτάφια πλάκα ταφόπετρα το επιτύμβιο (επίγραμμα).3. έργο παρελθόντος•археологический памятник αρχαιολογικό μνημείο•
литературный памятник λογοτεχνικό μνημείο•
памятник народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουργίας.
-
10 склеп
-а α.τάφος• τύμβος•древний склеп αρχαίος τάφος•
фамильный склеп οικογενειακός τάφος.
-
11 усыпальница
-ы θ.τάφος (οικογενειακός) τύμβος. -
12 холм
-а κ. παλ. -а, πλθ. холмы κ. παλ. холмы α. ο λόφος•лесистый холм δασωμένος λόφος•
могильный холм ο τύμβος.
См. также в других словарях:
τύμβος — sepulchral mound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek
τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… … Dictionary of Greek
τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)