-
1 τερσω
(ἠελίῳ Hom.)
ἠελίοιο τερσήμενκι αὐγῇ Hom. — высохнуть на ярком солнце -
2 τερσημεναι
-
3 τερσηναι...
См. также в других словарях:
τέρσω — Α (κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ.… … Dictionary of Greek
τερσήεις — εσσα, εν, Α σκληρός, άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρσω, ομαι «ξηραίνομαι» + ήεις (πρβλ. τεχν ήεις, βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek
τερσαίνω — Α (ποιητ. τ.) αποξηραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρσω, ομαι, κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek