-
121 στρωφάω
A turn constantly, ἠλάκατα ς. keep turning the wool, i.e. spin, Od.6.53, al.; steer,AP
9.242 (Antiphil.): metaph.,βουλὴν ἀμφὶ πολὺν στρώφα χρόνον A.R.3.424
;δαίμων.. βίου στρωφῶσα πορείην Nonn.D.48.381
: —[voice] Pass., turn oneself about, keep turning,κατ' αὐτοὺς στρωφᾶτ' Il.13.557
; roam about, wander, δηρὸν ἑκὰς ς. 20.422; ἐπὶ δῆμόν τε πόλιν τε visit cities, Hes.Op. 528;καθ' Ἑλλάδα.., ἀνὰ νήσους Thgn.247
;ἀνὰ τὴν πόλιν Hdt.2.85
;ἄλλῃ κἄλλῃ δωμάτων S.Tr. 907
: hence, move freely in a place, abide there,κατὰ μέγαρα Il.9.463
, cf. Hp.Art.60; ἐν λέχει στρωφώμενος, i.e. claiming a husband's rights, A.Ag. 1224;ἐν νέοις στρωφωμένη E.Alc. 1052
;ἐν Διδύμοις στρωφωμένου ἠελίοιο Orph.Fr.285.16
; of the heavenly bodies, revolve, Man.2.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωφάω
-
122 δι-αιρέω
δι-αιρέω (s. αἱρέωὶ, 1) auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi ἐγχείη δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d τρία μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; ἀκρόϑινα διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, wegreißen, γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – absondern, Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν δίχα, Plat. Soph. 225 a; διχῆ, Crat. 396 a. – Ggstz συντιϑέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ ζῷον τῷ τιϑασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, unterscheiden, Xen. Oec. 7, 26. – Med., unter sich vertheilen, Hes. Th. 112; τὸ ἔργον Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) bestimmt angeben, aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; entscheid en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ ἀλλήλων ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ περί τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, auslegen; τέρας Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
-
123 ἐπι-μέλεια
ἐπι-μέλεια, ἡ, Sorge, Sorgfalt, sorgfältige Betreibung einer Sache; τῶν ἔργων Thuc. 3, 46; ἀγέλης, Sorge für eine Heerde, Plat. Polit. 267 d; σώματος Rep. III, 407 b; τῶν καμνόντων, Wartung u. Pflege, Legg. IV, 720 c; vom Gottesdienst, Xen. Cyr. 1, 6, 4; καὶ ϑεραπεία τῶν φίλων 8, 2, 13; auch von der Ehre, die man Verstorbenen erweis't, Mem. 4, 8, 10. – Auch ἡ περὶ τὰς πόλεις ἐπιμέλεια Plat. Legg. VI, 864 d, πρὸς τὴν πόλιν 754 b, wie ἡ πρὸς τοὺς ϑεοὺς ἐπιμ. Dem. 22, 78; ἡ εἰς τὰ ἀναγκαῖα ἐπιμ. Posidon. bei Ath. VI, 263 d; ἡ περὶ τοὺς νέους Lycurg. 106. – Häufige Vbdg ἐπιμέλειαν ποιεῖσϑαι, Sorge tragen, Fleiß auf Etwas verwenden, besorgen, gew. c. gen., Plat. Rep. VI, 488 d u. öfter; Her. 6, 105 u. A.; selten περί τι, Plat. Theaet. 143 d; περί τινος, Thuc. 7, 56; Isocr. 15, 63; τούτου ὅπως, Xen. oec. 11, 22; – τοσαύτης τῆς ἐπιμελείας οὔσης περὶ ἀρετῆς Plat. Prot. 326 e; ἐπιμ. αὐτῶν ἔσται, man wird für sie sorgen, Thuc. 7, 16; εἴ τις ἐπιμ. ἀνϑρωπίνων ὑπὸ ϑεῶν γίνεται Arist. Eth. 10, 8; – πᾶσαν ἐπιμέλειαν ἔχειν περί τι Plat. Rep. V, 451 d; τινός, Tim. 18 b, wie Thuc. 6, 41; δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7, 14; μετ' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Xen. Ephes. 2, 10; ἐν ἐπιμελείᾳ ἔχειν πέμπειν Pol. bei Ath. II, 45 c; – ἐπιμελείᾳ, geflissentlich, absichtlich, Xen. Cyr. 5, 3, 47 Hipparch. 7, 9; κατ' ἐπιμέλειαν Hell. 4, 4, 8. – Verwaltung eines Amtes, von Staatsgeschäften, Amt eines Aufsehers, ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Thuc. 2, 39. 40; τῶν κοινῶν Isocr. 7, 25; ἢν βαρβαρικῆς δεσποτείας ἀπαλλαγέντες Ἑλληνικῆς ἐπιμελείας τύχωσι 5, 154, von der Hegemonie, wie ἡ κατὰ γῆν ἐπ. Xen. Hell. 7, 1, 10; Aesch. spricht gegen die, welche sagen ὅσα τις αἱρετὸς ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῠτα ἀρχή, ἀλλ' ἐπιμέλειά τις καὶ διακονία, eine besondere Commission, 3, 13; vgl. Hermann Staatsaltth. §. 147; ἡ τῶν ἐφήβων ἐπιμ. ist ein eigenes Amt in Athen, Din. 3, 16; πολλὰς ἐπιμελείας ἅμα προςτάττειν τινί Arist. Pol. 4, 12. – Auch von wissenschaftlicher Beschäftigung, Wissenschaft, Kunst, εἴ τινα ἐπιμέλειαν ἐδίδαξέ με Xen. Cyr. 1, 6, 13; μετὰ ποίας ἂν ἐπιμελείας καὶ διατριβῆς εὔξαιτο διαγαγεῖν Isocr.
-
124 ὑπ-άγω
ὑπ-άγω (s. ἄγω), darunter führen; ὑπάγειν ἵππους ζυγόν, Pferde unters Joch bringen, anspannen, Il. 16, 148. 23, 291. 24, 279; auch bloß ὑπάγειν ἵππους, Od. 6, 73. – Uebertr., Einen unter Jemandes Gewalt bringen, οἱ ϑεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμάς Her. 8, 106; ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν Thuc. 7, 46. – Den Beklagten vor den erhöhten Sitz des Richters führen, so daß er niedriger als dieser steht, ὑπάγειν τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, wie ὑπὸ τὸ δικαστήριον, ὑπὸ τοὺς ἐφόρους, Einen vor Gericht ziehen, belangen, anklagen, Her. 6, 72. 82. 9, 93; auch ϑανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα, 6, 136, auf Tod und Leben vor dem Volke anklagen; ἐς δίκην, Thuc. 3, 70, u. öfter in den Oratt. – Listig, heimlich wozu bringen, verlocken, wozu verleiten, betrügen, anführen, Her. 9, 94; Eur. Andr. 428; τίν' ὑπάγεις μ' εἰς ἐλπίδα Eur. Hel. 832; ὑπαχϑέντες, verleitet, Dem. 22, 32 u. öfter (5, 10 schreibt Bekk. ἐπαχϑέντες); Folgde, wie Plut. Sol. 8; κατὰ μικρὸν ὑπάγων Them. 4, wie κατὰ μικρὸν ὑπαχϑείς Isocr. 5, 1. – Vgl. noch Plat. ἀνάγκη τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουϑεῖν, ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ, Euthyphr. 14 c; Xen. An. 2, 1, 18 u. A. – Darunter wegführen, -bringen, τινὰ ἐκ βελέων Il. 11, 163; ὑπαγομένου κάτωϑεν τοῦ χώματος Thuc. 2, 76. – Herunter, herab führen; κοιλίαν, γαστέρα, den Leib oder Magen durch Abführungsmittel reinigen, s. Lob. Phryn. 308; auch intrans., κοιλία ὑπάγουσα, offener Leib, Hippocr. – Intrans., sich heimlich wegbegeben, sich zurückziehen; Ar. Av. 1017; von einem Kriegsheere, Her. 4, 120; Thuc. öfter; auch trans., τὸ στράτευμα ὑπῆγε ὁ Βρασίδας, 4, 127; ὑπάγειν φυγῇ εἰς δυςχωρίαν Xen. Cyr. 1, 6, 37, ein zurückgezogenes Leben führen; ὑπάγω φρένα τέρψας Theogn. 917. – Vor Einem fortgehen, vorrücken, ὕπαγε, frisch auf, vorwärts, ὑπάγεϑ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Ar. Ran. 174, vgl. Nubb. 1280; von allmäligem Vorrücken, Xen. An. 3, 4, 48. 4, 2, 16.
-
125 Against
prep.P. and V. ἐπί (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).(Stumble, etc.) against: P. and V. πρός (dat.).(Sin, etc.) against: P. and V. εἰς (acc.).Opposite: P. ἀντίπερας (gen.), καταντικρύ (gen.), or use adj., P. and V. ἐναντίος (dat.).They piled a bank of earth against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).In compounds to express opposition: use P. and V. ἀντι, e.g.Make a stand against: P. and V. ἀνθίστασθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Against
-
126 σπείρω
σπείρω, fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, perf. pass. ἔσπαρμαι, aor. pass. ἐσπάρην, – säen, Saamen ausstreuen, Hes. O. 393 Sc. 399; – übertr., von Menschen; μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν, Aesch. Spt. 736; μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα, Eur. Phoen. 18; – σῖτον, Her. 3, 100. 4, 17; Δήμητρος στάχυν, Eur. Cycl. 121; Bacch. 264; ὃν καρπὸν ἔσπειρε, Plat. Phaedr. 260 d; σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων, Legg. II, 663 e; – auch besäen, νειόν, Hes. O. 465; πεδιάδα, Her. 9, 122; ὃς τὴν ἀρίστην Χεῤῥονησίαν πλάκα σπείρει, Eur. Hec. 9, vgl. Heracl. 840; und übertr., τινὰ καινοτάταις διανοίαις, Ar. Vesp. 1044; dah. sprichwörtlich von fruchtlosen Bemühungen πόντον σπείρειν, das Meer besäen, Theogn. 106; auch εἰς ὕδωρ u. ἐν ὕδατι σπείρειν. – Ueberh. zeugen, erzeugen; παῖδας, οὓς κεῖνός ποτε σπείρων μόνον προςεῖδε, Soph. Trach. 33; Ἀτρέα, ὃς αὖ σ' ἔσπειρε, Ai. 1272; ὅϑεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, O. R. 1498; βρότειον σπεῖραι γένος, Eur. Hipp. 618, ἵνα ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται, Plat. Rep. V, 460 b. – Ausstreuen, verbreiten; μὴ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰς πᾶσαν πόλιν, Soph. El. 632; ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος, Ar. Ran. 1204; τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἐς τὸν Στρυμόνα, Her. 7, 107; – im pass., zerstreu't werden, sich zerstreuen; ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, Thuc. 2, 27; ἐς ἁρπαγήν, sich zerstreuen, Xen. Hell. 3, 4, 22; Folgde; auch von flüssigen Dingen, sprengen, spritzen; φλόγα, sprühen, Arist. poet. 13.
-
127 συν-εις-πίπτω
συν-εις-πίπτω (s. πίπτω), mit od. zugleich hineinfallen; ξυνειςπεσοῦμαι μετὰ σοῦ, Ar. Eccl. 1095; hineingerathen, eindringen; εἰς τὸ τεῖχος, Her. 3, 35; Thuc. 5, 3; Xen. Cyr. 3, 3, 28; εἰς τὴν ϑάλασσαν, An. 5, 7, 25; εἴσω τῶν πυλῶν σύν τινι, 7, 1, 12; κατὰ τὰς πύλας, Hell. 4, 7, 6; εἰς τὴν πόλιν, Pol. 4, 71, 12; Sp., wie D. Cass. 58, 1.
-
128 κατ-ηγορέω
κατ-ηγορέω, gegen Einen reden, ihn schelten; εὐλογοῦντες ἢ κατηγοροῦντες Plat. Hin. 320 e; bes. vor Gericht anklagen, verklagen; absolut, σὺ δὲ κατηγόρει παρών Ar. Vesp. 840; Plut. 917; c. gen. der Person, εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῠ κατηγορεῖ Aesch. Ag. 262, im guten Sinne, daß du es wohl meinst, zeigt dein Auge; Ar. Plut. 1073; τῶν συμμάχων Her. 8, 60; τῆς πόλεως Plat. Menez. 244 e; auch κατά τινος, Xen. Hell. 1, 7, 9, N. T.; τινὸς πρὸς τὴν πόλιν, bei dem Staate anklagen, Plat. Euthyph. 9 c; Sp., wie Plut. Poplic. 4; τινὸς περί τινος, Thuc. 8, 85, wie Dem. 9, 46; τινός τι, Einem Etwas vorwerfen, Schuld geben, δείν' ἔπ η πεπ υσμένος κατηγορεῖν μου τὸν τύραννον Soph. O. R. 514; τίνα λόγον Λοξίου κατηγορεῖς; Eur. Ion 931; Φοίβου ἀδικίαν Or. 28; in Prosa, Plat. Rep. X, 605 c; ἐμοῠ τὰ τῶν τριάκοντα ἁμαρτήματα Lys. 25, 5; Dem. Mid. 5 u. sonst bei Rednern; mit dem bloßen accus. der Sache, Eur. Heracl. 418; vgl. Xen. Mem. 1, 3, 4; pass., κατηγορεῖτο τοὐπίκλημα τοῦτό μου Soph. O. R. 529; σφέων μεγάλως κατηγόρητο μηδίζειν, man klagte sie der Verbindung mit den Persern an, Her. 7, 205; τὰ πρῶτά μου ψευδῆ κατηγορημένα Plat. Apol. 18 a; τὰ κατηγορηϑέντα Antiph. 5, 85 Andoc. 1, 24 Lys. 16, 9 u. sonst, die Anklagepunkte. – Auch mit doppeltem gen., παρανόμων ἢ παραπρεσβείας ἤμελλον αὐτοῦ κατηγορεῖν Dem. 21, 5. – Allgemein, wie in der Stelle des Aesch., anzeigen, durch Zeichen zu erkennen geben, verrathen, vgl. Soph. Ai. 891; αὐτὸ κατηγορέει τὸ οὔνομα ὥς ἐστι Ἑλληνικόν Her. 3, 115; νεαρόν, ὃ κατηγορεῖ τὴν ὀλιγοετίαν Xen. Cyr. 1, 4, 3; καὶ δηλοῦν Dem. 45, 20; Sp., wie Luc. Nigr. 21 ἀπειροκαλίαν; – οὐδὲ κατηγορητέον, man muß nicht behaupten, ὡς ὁ μὲν κάμνων ἀμαϑής, ὁ δὲ ὑγιαίνων σοφός Plat. Theaet. 167 a; – von Einem Etwas aussagen, Arist. u. Folgde; ἐφ' ἑνὸς οἴονται ϑεοῦ ἑκάτερον τῶν ὀνομάτων κατηγορῆσϑαι D. Hal. 2, 48.
См. также в других словарях:
GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam … Hofmann J. Lexicon universale
JOATHAM — i. e. consummatus, vel perfectus. Fil. Oziae, sive Azariae Regis Iudae ipse Rex laudatissimus, rebusque gestis inclitus. Vide 2. Reg. c. 15. v. 23. 2. Par. c. 26. v. 1. Ioseph. Antiqq. l, 9. c. 11. Torniel. in Ann. Fil. item Ierobaal, sive… … Hofmann J. Lexicon universale
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Τουργκένιεφ, Ιβάν Σεργκέγεβιτς — (Ορέλ 1818 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1883). Ρώσος συγγραφέας. Η μητέρα του, πλούσια κληρονόμος άσκησε, με την αυστηρότητά της, μεγάλη και αρνητική επίδραση στα νεανικά του χρόνια. Ο Τ. έκανε πολύ συστηματικές σπουδές· στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης,… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
Έδεσσα — I Πόλη (υψόμ. 320 μ., 18.253 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Πέλλης και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στον αυχένα που ενώνει τα όρη Βέρμιο και Βόρας και στην αρχή μιας εύφορης εκτεταμένης πεδιάδας, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek