-
1 τύμβους
τύμβοςsepulchral mound: masc acc plτυμβόωdecrepitus: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 τυμβάς
τυμβάς, άδος, ἡ, Zauberinn, Hexe, weil sie ihr Unwesen bes. auf Gräbern zu treiben pflegten, Hesych. ὅτι περὶ τοὺς τύμβους διατρίβουσι καὶ τοὺς νεκροὺς ἀκρωτηριάζουσι.
-
3 νωτο-βατέω
νωτο-βατέω, den Rücken besteigen; ἤδη καὶ τύμβους νωτοβατοὖσι βόες, sie steigen auf den Grabhügel, Ep. ad. 450 ( Antiphil. VII, 175); auch von der Begattung der Thiere, z. B. der Hunde, Strat. 77 (XII, 238), νωτοβατοῦνται.
-
4 ἀνα-σπάω
ἀνα-σπάω (s. σπάω), p. auch ἀνσπάω, in die Höhe ziehen, ὀφρῦς, μέτωπον, die Augenbrauen, Stirn hoch ziehen, eine vornehme, ernsthafte Miene machen, Ar. Ach. 1038 Equ. 629; vgl. Xen. Conv. 5, 10. Dah. λόγους ἀνασπᾶν τινι, Soph. Ai. 295, prahlerische Reden; anders ἀνασπᾶν γνωμίδιον B. A. 6, 5, κωμικῶς, οἷον ἐκ βυϑοῦ διανοίας ἄγειν, wie Men. bei Suid. πόϑεν τούτους ἀνεσπάκασιν – τοὺς λόγους, vgl. Wasser aus dem Brunnen ziehen, Thuc. 4, 97; τὴν βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her. 2, 92; ein Schiffan's Land ziehen, Pind. P. 4, 27; Her. 4, 154. 7, 188 u. sonst; τὰς ἀγκύρας Pol. 5, 110; γεφύρας u. σανίδας τῆς γεφύρας 2, 32. 3, 66, Brücken aufziehen; πυλίδας, Thore öffnen, 5, 39; τύμβους, erbrechen, Eur. Med. 1381. – Med., ἐκ χροὸς ἀνεσπάσατο ἔγχος, er zog seine Lanze heraus, Il. 13, 574; Aesch. ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις, wenn die Erde das Blut eingeschlürft hat, Eum. 617. – Intrans., bes. im med., sich davonmachen, abreisen, Sp.
-
5 ανασπαω
поэт. ἀνσπάω1) тянуть наверх, вытягивать, вытаскивать(σπυρίδα Her.; ὕδωρ Thuc.; ἀγκύρας Polyb.)
2) выдергивать, извлекать(βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her.; med. ἔγχος ἐκ χροός Hom.)
3) вытаскивать на берег(τὰς τριήρεις Thuc.)
4) втягивать, всасывать, впитывать(αἷμα Aesch.; ποτόν Arst.)
5) взламывать, ломать, разрушать(σκηνήν Her., Plut.; τύμβους Eur.; πυλίδας Polyb.)
ἀ. τὰς πράξεις τινός Plut. — расстраивать чьи-л. дела6) стаскивать, срывать7) утаскивать, уносить(τὸν τρίποδα τὸν μαντικόν Plut.)
; силой уводить(τινα Luc.)
8) отдергивать назад(τέν χεῖρα Arph.)
9) (высоко) подниматьἀ. τὰς ὀφρῦς Arph., Dem., τὸ πρόσωπον Xen. или τὰ μέτωπα Arph. — поднимать брови, морщить лоб;
λόγος ὀφρῦν ἀνασπῶν Plut. — грозная речь -
6 νωτοβατέω
A mount the back, sens. obsc., AP12.238 ([voice] Pass., Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτοβατέω
-
7 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
-
8 νωτοβατέω
νωτο-βατέω, den Rücken besteigen; ἤδη καὶ τύμβους νωτοβατοὖσι βόες, sie steigen auf den Grabhügel; auch von der Begattung der Tiere, z. B. der Hunde
См. также в других словарях:
τύμβους — τύμβος sepulchral mound masc acc pl τυμβόω decrepitus imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Ercan International Airport — Infobox Airport name = Ercan International Airport nativename = Ercan Uluslararasi Havalimani IATA = ECN ICAO = LCEN type = Public owner = operator = Northern Cyprus city served = Nicosia areas north of the Green Line location = Tymvou elevation… … Wikipedia
Aéroport International Ercan — Aéroport International Ercan Code AITA ECN Code OACI LCEN Pays Chypre Ville desservie Nicosie Al … Wikipédia en Français
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek