-
101 мелкотравье
-я ουδ.1. μικρόχορτο, χαμηλόχορτο.2. τόπος καλυμμένος με χαμηλόχορτο. -
102 местность
-и θ.1. τοποθεσία, τόπος, μέρος•красивая местность ωραία τοποθεσία•
гористая местность ορεινό μέρος.
2. περιοχή• επαρχία•сельская местность αγροτική περιοχί.
-
103 местожительство
-а ουδ.τόπος διαμονής•постоянное местожительство μόνιμη διαμονή•
временное местожительство η προσωρινή διαμονή.
-
104 местоположение
-я ουδ.τόπος, τοποθεσία, θέση πόλης, σπιτιού κ.τ.τ. -
105 местопребывание
-я ουδ.τόπος διαμονής. -
106 месторождение
-я ουδ.τόπος καταγωγής.(γεωλ.) κοίτασμα. -
107 назначение
-я ουδ.1. καθορισμός.2. διορισμός.3.,υπόδειξη•по -го врача με υπόδειξη του γιατρού.
4. προορισμός•пользовать по -го χρησιμοποιώ σύμφωνα με τον προορισμό.
εκφρ.место -я – τόπος προορισμού•для особого -я – ειδικού προορισμού. -
108 неприкаянный
-
109 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
110 оголённый
επ. από μτχ.(κυρλξ. κ. μτφ.) γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός•
человек сой грудью άνθρωπος γυμνόστηθος, γυμνόστερνος•
-ая местность γυμνός τόπος (άδεντρος, αβλά-στητος)•
оголённый провод γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία),
-
111 отечество
-а ουδ.1. πατρίδα•любовь к -у αγάπη προς την πατρίδα•
умереть для спасения -а πεθαίνω για τη σωτηρία της πατρίδας.
2. μτφ. τόπος (χώρα) όπου πρωτοεμφανίστηκε κάτι, απ όπου κατάγεται κάτι. -
112 палестины
-ин πλθ. (ενκ. палестина, -ы θ.)παλ. με προσδιορισμό• τόπος, περιοχή, τοποθεσία. -
113 пахнуть
пахнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ. пах-ла, -лоρ.δ.1. μυρίζω•цветок -ет прекрасно το λουλούδι μυρίζει θαυμάσια•
как нехорошо -ет! (απρόσ.) τι άσχημα που μυρίζει!•
дурно -ет! (απρόσ.) βρωμάει!
2. προαισθάνομαι, υποψιάζομαι•-ет ссорой μυρίζει καβγάς.
εκφρ.- ет порохом – μυρίζει μπαρούτι (πόλεμος)•чтобы духом не пахло – (παλ. κ. απλ.) ξεκουμπίσου απ εδώ, φύγε απ εδώ να ξεβρωμίσει ο τόπος.пахнуть 2-нетρ.σ.φυσώ•ветер -ул άνεμος φύσηξε.
-
114 пепелище
-а ουδ.1. καμένος τόπος.2. παλ. η εστία, το πατρικό σπίτι. -
115 пересечённый
επ. από μτχ.διακοφτός, ανώμαλος•-ая местность ανώμαλος τόπος.
-
116 пожарище
-а ουδ.καμένο μέρος• τόπος πυρκαγιάς. || τα αποκαΐδια. || μεγάλη πυρκαγιά. -
117 поприще
-а ουδ.1. παλ. πεδίο• γήπεδο (αθλητικό)• (γραπ. λόγος) μέρος, τόπος•поприще военных действий θέατρο πολεμικών επι-επιχειρήσεων.
2. σφαίρα (τομέας) δράσης.3. (γραπ. λόγος)• σταδιοδρομία, καριέρα. -
118 посадка
-и θ.1. φύτευση, -μα.2. φυτεία, τόπος φυτευμένος τα φυτευμένα δέντρα.3. επιβίβαση.4. προσγείωση•вынужденная посадка αναγκαστική προσγείωση•
совершить -у κάνω (εκτελώ) προσγείωση, προσγειώνομαι.
5. η κάθι-ση του έφιππου (η θέση ή ο τρόπος). || τοποθέτηση. -
119 почва
-ы θ.1. έδαφος, γη• τόπος• χώμα•плодородная почва εύφορο έδαφος•
болотная почва ελώδες έδαφος•
образцы -ы δείγματα χώματος.
|| μτφ. το περιβάλλον.2. βάση, στήριγμα•поставить на научную -у στηρίζω σε επιστημονική βάση•
обвинение не имеет под собой почву η κατηγορία δεν έχει καμιά βάση (είναι ανεδαφική).
3. τομέας, σφαίρα. || άποψη•εκφρ.нащупать -у – βολιδοσκοπώ, σφυγμομετρώ, εξιχνιάζω•терять -у под ногами – φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια•становиться на -у чего – είμαι με το μέρος, την άποψη. -
120 пребывание
-я ουδ.1. παραμονή•пребывание у власти παραμονή στην εξουσία.
2. παλ. διαμονή•место постоянного -я τόπος μόνιμης διαμονής•
во время -я моего в городе κατά τη διαμονή μου στην πόλη.
См. также в других словарях:
τόπος — place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek