-
1 τόλμην
τολμάωBodl. Quarterly Record: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)τολμάωBodl. Quarterly Record: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 τόλμα
τόλμ-ᾰ, ης, ἡ, also [full] τόλμη, which Phryn.PSp.114 B. compares with πρύμνη for πρύμνα: but (apart fromAπρὸς τόλμην πεσεῖν S.Ichn. 11
(Pap.), which is not guaranteed by the metre) only the form τόλμᾰ (acc. τόλμᾰν, e. g. E.IT 862 ) occurs in [dialect] Att. and Trag., E.Andr. 702, Ion 1264, Fr. 426 (in E. Ion 1416, ἥ γε τόλμα σου (cj. Jodrell) is the prob.l.), Th.3.82, 6.59, Pl.La. 193d, R. 575a, Gal.15.144, POxy.1119.8 (iii A. D.), etc.; so in [dialect] Ion., Hdt. 7.135; but τόλμη (nom.) in Clitarch. 35J., acc. cod.Alex.: [dialect] Dor. [full] τόλμᾱ, Pi. O.9.82, 13.11:—courage, hardihood, Pi. ll. cc., Hdt.2.121.ζ, Trag. and [dialect] Att. (v. supr.); τόλμα καλῶν courage for noble acts, Pi.N.7.59; τῶνδε τόλμαν σχεθεῖν to have courage or nerve for this business, A. Pr.16.2 in bad sense, over-boldness, recklessness, Id.Ch. 1004 ( 996);πῶς οὖν.. ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125
, cf. E. Ion 1264, etc.;τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ar.Th. 702
;τ. ἀλόγιστος Th.3.82
, cf. 6.59;τ. καὶ ἀναίδεια Antipho 3.3.5
, Is.6.46;θρασύτης καὶ τ. Pl.La. 197b
;τ. καὶ ἀναισχυντία Id.Ap. 38d
;ἡ ἄφρων τ. Id.La. 193d
. -
3 υπολαμβάνω
(αόρ. υπέλαβον, παθ. αόρ. υπελήφθην) μετ. уст.1) перебивать (говорящего); υπολαβών είπε он перебил его и сказал; 2) считать (кем-чем-л.), принимать (за кого-что-л.);μην υπολαμβάνετε την θρασύτητα ως τόλμην — не надо принимать наглость за смелость
См. также в других словарях:
τόλμην — τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… … Dictionary of Greek
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
νεωτεριστής — ο, θηλ. ίστρια (Α νεωτεριστής) [νεωτερίζω] φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek