-
1 τυχοδιωκτικός
[тиходьёктикос] τώρα [тора] επίρ. сейчас, тепер! επ. авантюристический. τωρινός [торинос] επ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τυχοδιωκτικός
-
2 авантюрный
-
3 авантюристический
авантюр||исти́ческийприл τυχοδιωκτικός. -
4 авантюристический
επ.τυχοδιωκτικός. -
5 авантюристский
επ.τυχοδιωκτικός. -
6 авантюрный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. τυχοδιωκτικός, παράτολμος•-ое предприятие παράτολμη επιχείρηση.
2. περιπετειώδης•авантюрный роман περιπετειώδες μυθιστόρημα.
См. также в других словарях:
τυχοδιωκτικός — και τυχοδιωχτικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη (α. «τυχοδιωκτικό πνεύμα» β. «τυχοδιωκτικός πόλεμος). επίρρ... τυχοδιωκτικώς και τυχοδιωκτικά με τυχοδιωκτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον… … Dictionary of Greek
τυχοδιωκτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη ή στον τυχοδιωκτισμό (βλ. λλ.): Τυχοδιωκτική νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιλεαρδουίνος ή Βιλαρδουίνος — (Villehardouin).Εξελληνισμένο επώνυμο Γάλλων πριγκίπων, ηγεμόνων της Πελοποννήσου (1210 78), επί φραγκοκρατίας. 1. Ζοφρουά (Γοδεφρείδος) ντε Βιλαρντουέν (Geoffroi deVillehardouin, Τρουά 1160; – Μακεδονία 1213;). Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και… … Dictionary of Greek
Γερακάρης, Λιβέριος ή Λιμπεράκης — (1645; – 1697). Μπέης της Μάνης. Νεαρός ακόμα, ύστερα από αιματηρές οικογενειακές έριδες, στράφηκε προς την πειρατεία και έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, έως ότου πιάστηκε από τους Τούρκους και… … Dictionary of Greek