Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τσ+σχέδιο

  • 81 предлагать

    предлагать
    несов
    1. προτείνω:
    \предлагать свой услу́гя προσφέρομαι νά βοηθήσω· \предлагать новый проект προτείνω νέο σχέδιο· \предлагать кандидатуру προτείνω τήν ὑποψηφιότητα· \предлагать тост за кого́-л. ἐγείρω πρόποσιν ὑπέρ, κάνω πρόποση γιά κάποιον \предлагать вниманию παρουσιάζω· \предлагать кому́-л. высказаться καλώ κάποιον νά πεῖ τήν γνώμη του· \предлагать задачу βάζω πρόβλημα·
    2. (предписывать) ὁρίζω, προτείνω· ◊ \предлагать ру́ку (и сердце) κάνω πρόταση γάμου.

    Русско-новогреческий словарь > предлагать

  • 82 продумать

    продумать
    сов, продумывать несов (обдумывать) μελετώ (μετ.), σκέπτομαι καλά, καλοστοχάζομαι, καλοσυλλογίζομαι:
    \продумать план работ σκέπτομαι καλά τό σχέδιο τών ἐργασιών.

    Русско-новогреческий словарь > продумать

  • 83 производственный

    производственн||ый
    прил в разн. знач. παραγωγικός, βιομηχανικός:
    \производственныйый план τό παραγωγικό σχέδιο· \производственныйый стаж ἡ προυπηρεσία, τά χρόνια ὑπηρεσίας· \производственныйая практика ἡ πρακτική ἐξάσκηση· \производственныйая мощи́ость ἡ παραγωγική ἰσχύς· \производственныйое совещание ἡ σύσκεψη γιά ζητήματα τής παραγωγής· \производственныйые отношения эк. οἱ παραγωγικές σχέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > производственный

  • 84 проспект

    проспект I
    м (улица) ἡ λεωφόρος:
    Невский \проспект ἡ λεωφόρος Νέβσκη.
    проспект II
    м (план) τό (προ)σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > проспект

  • 85 пятилетка

    пятилетка
    ж τό πεντάχρονο, τό πενταετές σχέδιο, τό πεντάχρονο πλάνο.

    Русско-новогреческий словарь > пятилетка

  • 86 разрабатывать

    разрабатывать
    несов, разработать сов
    1. (землю и т. п.) καλλιεργώ/ ξεχερσώνω (залежные земли)·
    2. (рудник и т. п.) ἐκμεταλλεύομαι·
    3. перен ἐπεξεργάζομαι, ἐκπονώ:
    \разрабатывать проект ἐκπονώ σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > разрабатывать

  • 87 реальный

    реальн||ый
    прил
    1. (действительный) πραγματικός:
    \реальныйая сила ἡ πραγματική δύναμη· \реальныйая действительность ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα·
    2. (осуществимый) πραγματοποιήσιμος, κατορθωτός:
    \реальныйый план τό πραγματοποιήσιμο σχέδιο· \реальныйая задача τό κατορθωτό καθήκον
    3. (соответствующий действительному положению дел) ρεαλιστικός:
    \реальныйая поли́ика ἡ ρεαλιστική πολιτική· \реальныйая заработная плата ὁ πραγματικός μισθός.

    Русско-новогреческий словарь > реальный

  • 88 рисование

    рисова||ние
    с ἡ ίχνογραφία, τό σχέδιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > рисование

  • 89 сводить

    сводить I
    сов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):
    \сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.
    своди||ть II
    несов (βΗίίή κατεβάζω:
    \сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:
    \сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·
    3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:
    ^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·
    4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:
    судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·
    5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:
    \сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·
    6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:
    ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·
    7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·
    8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:
    \сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου.

    Русско-новогреческий словарь > сводить

  • 90 семилетка

    семилет||ка
    ж
    1. (школа) τό ἐπτατάξιο σχολείο·
    2. (о плане) τό ἐφτάχρονο σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > семилетка

  • 91 созревать

    созревать
    несов, созреть сов ὠριμάζω (тж. перен), μεστώνω:
    план созрел τό σχέδιο ὠρίμασε.

    Русско-новогреческий словарь > созревать

  • 92 составлять

    составлять
    несов
    1. (собирать, объединять) συνενώνω·
    2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:
    \составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
    3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
    \составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
    4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
    \составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > составлять

  • 93 срисовать

    срисовать
    сов, срисовывать несов ἀντιγράφω σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > срисовать

  • 94 тематический

    тем||ати́ческий
    прил θεματικός:
    \тематическийа-ти́ческий план τό σχέδιο τών θεμάτων.

    Русско-новогреческий словарь > тематический

  • 95 типовои

    тип||овои
    прил πρότυπος:
    \типовоиово́й договор τό πρότυπο συμβόλαιο· \типовоиово́й проект τό πρότυπο σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > типовои

  • 96 узор

    узор
    м τό σχέδιο, σχεδιογράφημα/ τό ξόμπλι (украшение)/ τό κέντημα (на вышивке).

    Русско-новогреческий словарь > узор

  • 97 утверждать

    утвержда||ть
    несов
    1. (санкционировать) ἐγκρίνω, ἐπικυρώνω:
    \утверждать в должности ἐγκρίνω τόν διορισμό· \утверждать проект (план) ἐγκρίνω τό σχέδιο· \утверждать договор ἐπικυρώνω συμβόλαιο·
    2. (устанавливать) ἐδραιώνω, καθιερώνω, ἐγκαθιστώ:
    \утверждать свое господство ἐδραιώνω τήν κυριαρχία μου·
    3. (уверять β чем-л.) ἰσχυρίζομαι, ὑποστηρίζω:
    я \утверждатью, что он неправ ἐγώ ὑποστηρίζω ὅτι ἔχει ἀδικο· это \утверждатьет меня в мысли, что... αὐτό μοῦ ἐνισχύει τήν γνώμη ὅτι...

    Русско-новогреческий словарь > утверждать

  • 98 фантастический

    фантастический
    прил φανταστικός, φαντασιώδης/ χιμαιρικός (несбыточный):
    \фантастический проект τό χιμαιρικό σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > фантастический

  • 99 фигурный

    фигу́рн||ый
    прил
    1. -σκαλιστός, στολισμένος μέ σχέδιο:
    \фигурныйая скобка τό ἐνωτικό·
    2. (исполняемый с фигурами):
    \фигурный полет ав. ἡ πτήση μέ ἀκροβατικά· \фигурныйое катание на коньках τό καλλιτεχνικό πατινάζ.

    Русско-новогреческий словарь > фигурный

  • 100 чертеж

    чертеж
    м τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα

    Русско-новогреческий словарь > чертеж

См. также в других словарях:

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — το 1. παράσταση με γραμμές κάποιου αντικειμένου: Ποιος έκανε το σχέδιο αυτής της γέφυρας; 2. στολίδι γραμμικό πάνω σε μια επιφάνεια: Το ύφασμα αυτό έχει πολλά σχέδια. 3. είδος, μορφή, τύπος: Δε μου αρέσει αυτό το σχέδιο του αυτοκινήτου. – Πουλάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

  • εγχάρακτο σχέδιο — Απλό, άμεσο και εύκολο σχέδιο, που χαράσσεται με αιχμηρό εργαλείο σε πέτρα, μέταλλο, πηλό ή κονίαμα. Πρωτοεμφανίστηκε στην παλαιολιθική εποχή στα χαράγματα των σπηλαίων, τα οποία οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες γέμιζαν με μια λευκή ή ροδόχρωμη ύλη για… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… …   Dictionary of Greek

  • Μάρσαλ, σχέδιο — Βλ. λ. Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ. Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε στην οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (φωτ. «100+1 χρόνια Ελλάδας») …   Dictionary of Greek

  • σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… …   Dictionary of Greek

  • νιέλλο — Σχέδιο χαραγμένο και ζωγραφισμένο επάνω σε άργυρο ή χρυσό. Η τεχνική του είναι πολύ απλή: επάνω σε μια χρυσή ή αργυρή πλάκα χαραγμένη με οξύ εργαλείο και ύστερα σκαλισμένη με το κοπίδι τοποθετείται σε λεπτό στρώμα ένα κράμα από άργυρο, μόλυβδο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»