Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τσ+σχέδιο

  • 21 узор

    узор м το σχέδιο; το πλουμί (на ткани)
    * * *
    м
    το σχέδιο; το πλουμί ( на ткани)

    Русско-греческий словарь > узор

  • 22 фасон

    фасон м το σχέδιο, το μοντέλο
    * * *
    м
    το σχέδιο, το μοντέλο

    Русско-греческий словарь > фасон

  • 23 чертёж

    чертёж м τσ σχέδιο
    * * *
    м
    το σχέδιο

    Русско-греческий словарь > чертёж

  • 24 эскиз

    эскиз м το σκίτσο, το σχέδιο
    * * *
    м
    το σκίτσο, το σχέδιο

    Русско-греческий словарь > эскиз

  • 25 набросок

    набросок
    м τό προσχεδίασμα, τό προ-σχέδιο[ν], τό σκαρίφημα:
    карандашный \набросок σκιαγράφημα μέ τό μολύβι· \набросок романа τό προσχέδιο μυθιστορήματος· сделать \набросок σκιαγραφώ, κάνω πρόχειρο σχέδιο.

    Русско-новогреческий словарь > набросок

  • 26 начертание

    начерта||ние
    с τό διάγραμμα, ἡ γραφή, τό σχέδιο:
    \начертание букв τό σχέδιο τῶν γραμμάτων.

    Русско-новогреческий словарь > начертание

  • 27 планировка

    планировка
    ж
    1. см. планирование I-2. (парка и т. п.) τό σχέδιο:
    \планировка города τό σχέδιο πόλεως.

    Русско-новогреческий словарь > планировка

  • 28 проектный

    проектн||ый
    прил τοῦ σχεδίου (занимающийся проектированием)/ σύμφωνα μέ τό σχέδιο (предусмотренный проектом):
    \проектныйая мощи́ость ἡ προβλεπόμενη ἀπό τό σχέδιο ἰσχύς· \проектныйые организации ὁΐ ὁργανώσεις ἐκπονήσεως σχεδίων. I проекционный прил τής προβολής:
    \проектный аппарат τό μηχάνημα προβολής.

    Русско-новогреческий словарь > проектный

  • 29 фасон

    фасон
    м
    1. τό σχέδιο, τό κόψιμο, τό μοντέλο:
    снять \фасон κόβω σχέδιο, κόβω χνάρι·
    2. перен (щегольство) прост. ὁ ἰ τσιριμόνιες.

    Русско-новогреческий словарь > фасон

  • 30 sample design

    = sample plan; survey design; sampling plan; sampling design
    French\ \ plan de sondage; plan d'échantillonnage; procédé d'échantillonnage; schéma d'enquête; plan d'enquête; conception d'enquêtes
    German\ \ Stichprobenplan; Stichprobendesign; Erhebungsplan
    Dutch\ \ steekproefopzet; onderzoeksopzet
    Italian\ \ schema di campionamento; piano di campionamento; disegno d'indagine
    Spanish\ \ planeo de la muestra; diseño muestral; plan de la muestra; planeo de la encuesta; diseño de la encuesta
    Catalan\ \ disseny mostral; planificació mostral; disseny de l'enquesta
    Portuguese\ \ delineamento da amostra; planeamento da amostra; planejamento da amostra (bra); plano amostral
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ undersøgelsesplan
    Norwegian\ \ undersøkelsesplan
    Swedish\ \ urvalsplan
    Greek\ \ σχεδιασμός μεγέθους; σχέδιο μεγέθους; σχεδιασμός έρευνας; δειγματοληπτικο σχέδιο; δειγματοληπτικός σχεδιασμός
    Finnish\ \ otanta-asetelma; otantasuunnitelma; otosasetelma; tutkimussuunnitelma/-suunnittelu
    Hungarian\ \ mintaterv; adatfelvétel tervezése
    Turkish\ \ örnek tasarımı; örnek planı; inceleme tasarımı; araştırma tasarımı
    Estonian\ \ uuringuplaan; uuringudisain; valikudisain; valikuplaan
    Lithuanian\ \ imčių modelis
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ projekt wyboru próby; plan wyboru próby; układ losowania (próbkowanie, pobieranie próby); plan losowania; schemat losowania; układ badania; plan badania
    Ukrainian\ \ вибірковий план; план вибіркового контролю
    Serbian\ \ дизајн узорка; план узорка; дизајн истраживања
    Icelandic\ \ sýni hönnun; sýni áætlun; könnun hönnun; sýnatökuáætlun; sýnatöku hönnun
    Euskara\ \ laginaren diseinu; inkestaren diseinu; lagin-diseinu
    Farsi\ \ t rhe nemoonegiri; b rnameye nemoone-ee; t rhe b rr si
    Persian-Farsi\ \ طرح نمونه; برنامه نمونه‌گيري; طرح نمونه‌گيري
    Arabic\ \ تصميم العينة، خطة العينة، خطة المعاينة، تصميم المعاينة
    Afrikaans\ \ steekproefontwerp; steekproefplan; opname-ontwerp
    Chinese\ \ 样 本 设 计; 样 本 方 案; 调 查 设 计
    Korean\ \ 조사설계; 표집설계;표집계획

    Statistical terms > sample design

  • 31 планировать

    -йрую, -йруешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. планированный, βρ: -ван, -а, -о;
    ρ.δ.μ. σχεδιάζω, καταρτίζω σχέδιο σχεδιο-ποιώ προσχεδιάζω.
    σχεδιάζομαι.
    -рую, -руешь
    ρ.δ. κατέρχομαι, κατεβαίνω ομαλά, βαθμιαία ή με σβησμένο τον κινητήρα κατολισθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > планировать

  • 32 плановый

    επ.
    του σχεδίου, της, σχεδίασης, της σχεδιοποίησης• με σχέδιο•

    -ое здание κτίριο με σχέδιο•

    плановый работник σχεδιαστής•

    плановый ое хозяйство σχεδιασμένη οικονομία•

    плановый отдел τμήμα σχεδιοποίησης.

    Большой русско-греческий словарь > плановый

  • 33 планомерно

    επίρ.
    με σχέδιο, με πλάνο σύμφωνα με το σχέδιο.

    Большой русско-греческий словарь > планомерно

  • 34 проектировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.μ.
    1. σχεδιάζω, κάνω σχέδιο•

    проектировать машиностроительный завод κάνω σχέδιο εργοστασίου μηχανοκατασκευής.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    1. σχεδιάζομαι.
    2. σκοπεύω, προτιθεμαι.
    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    1. σχεδιάζω προβολή.
    2. βλ. процеировать.
    προβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проектировать

  • 35 проектный

    επ.
    του σχεδίου ή της σχεδίασης•

    -ое бюро γραφείο σχεδίασης•

    -ая группа ομάδα σχεδίασης.

    || προβλεπόμενος απο το σχέδιο•

    -ая мощность η ισχύς που προβλέπεται από το σχέδιο.

    Большой русско-греческий словарь > проектный

  • 36 фасон

    α.
    1. είδος, μορφή, όψη• ύφος. || κόψιμο, σχέδιο, μοντέλο (για ενδύματα, υποδήματα)•

    снять фасон βγάζω σχέδιο, αχνάρι.

    2. τρόπος, συμπεριφορά.
    3. ακκισμοί, καμώματα, τσακίσματα, τσιριμόνιες. || επινόηση, τέχνασμα.
    εκφρ.
    не фасон – (απλ.) δεν είναι τρόπος, δεν αρμόζει, δεν πρέπει•
    держать фасонβλ. фасонить.

    Большой русско-греческий словарь > фасон

  • 37 бесплановый

    χωρίς σχέδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплановый

  • 38 дизайн

    1. (замысел, проект, чертёж) το σχέδιο, η μελέτη 2. (художественное конструирование) η διακόσμηση, το ντιζάϊν (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизайн

  • 39 защитить

    1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить

  • 40 калькирование

    (снятие копии чего-л. посредством кальки) η αντιγραφή (π.χ. του σχεδίου) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρ-του
    -ть (снимать копию чего-л. посредством кальки) αντιγράφω (π.χ. το σχέδιο) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρτου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калькирование

См. также в других словарях:

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — το 1. παράσταση με γραμμές κάποιου αντικειμένου: Ποιος έκανε το σχέδιο αυτής της γέφυρας; 2. στολίδι γραμμικό πάνω σε μια επιφάνεια: Το ύφασμα αυτό έχει πολλά σχέδια. 3. είδος, μορφή, τύπος: Δε μου αρέσει αυτό το σχέδιο του αυτοκινήτου. – Πουλάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

  • εγχάρακτο σχέδιο — Απλό, άμεσο και εύκολο σχέδιο, που χαράσσεται με αιχμηρό εργαλείο σε πέτρα, μέταλλο, πηλό ή κονίαμα. Πρωτοεμφανίστηκε στην παλαιολιθική εποχή στα χαράγματα των σπηλαίων, τα οποία οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες γέμιζαν με μια λευκή ή ροδόχρωμη ύλη για… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… …   Dictionary of Greek

  • Μάρσαλ, σχέδιο — Βλ. λ. Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ. Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε στην οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (φωτ. «100+1 χρόνια Ελλάδας») …   Dictionary of Greek

  • σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… …   Dictionary of Greek

  • νιέλλο — Σχέδιο χαραγμένο και ζωγραφισμένο επάνω σε άργυρο ή χρυσό. Η τεχνική του είναι πολύ απλή: επάνω σε μια χρυσή ή αργυρή πλάκα χαραγμένη με οξύ εργαλείο και ύστερα σκαλισμένη με το κοπίδι τοποθετείται σε λεπτό στρώμα ένα κράμα από άργυρο, μόλυβδο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»