-
21 узор
-
22 фасон
-
23 чертёж
-
24 эскиз
-
25 набросок
набросокм τό προσχεδίασμα, τό προ-σχέδιο[ν], τό σκαρίφημα:карандашный \набросок σκιαγράφημα μέ τό μολύβι· \набросок романа τό προσχέδιο μυθιστορήματος· сделать \набросок σκιαγραφώ, κάνω πρόχειρο σχέδιο. -
26 начертание
начерта||ниес τό διάγραμμα, ἡ γραφή, τό σχέδιο:\начертание букв τό σχέδιο τῶν γραμμάτων. -
27 планировка
планировкаж1. см. планирование I-2. (парка и т. п.) τό σχέδιο:\планировка города τό σχέδιο πόλεως. -
28 проектный
проектн||ыйприл τοῦ σχεδίου (занимающийся проектированием)/ σύμφωνα μέ τό σχέδιο (предусмотренный проектом):\проектныйая мощи́ость ἡ προβλεπόμενη ἀπό τό σχέδιο ἰσχύς· \проектныйые организации ὁΐ ὁργανώσεις ἐκπονήσεως σχεδίων. I проекционный прил τής προβολής:\проектный аппарат τό μηχάνημα προβολής. -
29 фасон
фасонм1. τό σχέδιο, τό κόψιμο, τό μοντέλο:снять \фасон κόβω σχέδιο, κόβω χνάρι·2. перен (щегольство) прост. ὁ ἰ τσιριμόνιες. -
30 sample design
= sample plan; survey design; sampling plan; sampling designFrench\ \ plan de sondage; plan d'échantillonnage; procédé d'échantillonnage; schéma d'enquête; plan d'enquête; conception d'enquêtesGerman\ \ Stichprobenplan; Stichprobendesign; ErhebungsplanDutch\ \ steekproefopzet; onderzoeksopzetItalian\ \ schema di campionamento; piano di campionamento; disegno d'indagineSpanish\ \ planeo de la muestra; diseño muestral; plan de la muestra; planeo de la encuesta; diseño de la encuestaCatalan\ \ disseny mostral; planificació mostral; disseny de l'enquestaPortuguese\ \ delineamento da amostra; planeamento da amostra; planejamento da amostra (bra); plano amostralRomanian\ \ -Danish\ \ undersøgelsesplanNorwegian\ \ undersøkelsesplanSwedish\ \ urvalsplanGreek\ \ σχεδιασμός μεγέθους; σχέδιο μεγέθους; σχεδιασμός έρευνας; δειγματοληπτικο σχέδιο; δειγματοληπτικός σχεδιασμόςFinnish\ \ otanta-asetelma; otantasuunnitelma; otosasetelma; tutkimussuunnitelma/-suunnitteluHungarian\ \ mintaterv; adatfelvétel tervezéseTurkish\ \ örnek tasarımı; örnek planı; inceleme tasarımı; araştırma tasarımıEstonian\ \ uuringuplaan; uuringudisain; valikudisain; valikuplaanLithuanian\ \ imčių modelisSlovenian\ \ -Polish\ \ projekt wyboru próby; plan wyboru próby; układ losowania (próbkowanie, pobieranie próby); plan losowania; schemat losowania; układ badania; plan badaniaRussian\ \ план выборкиUkrainian\ \ вибірковий план; план вибіркового контролюSerbian\ \ дизајн узорка; план узорка; дизајн истраживањаIcelandic\ \ sýni hönnun; sýni áætlun; könnun hönnun; sýnatökuáætlun; sýnatöku hönnunEuskara\ \ laginaren diseinu; inkestaren diseinu; lagin-diseinuFarsi\ \ t rhe nemoonegiri; b rnameye nemoone-ee; t rhe b rr siPersian-Farsi\ \ طرح نمونه; برنامه نمونهگيري; طرح نمونهگيريArabic\ \ تصميم العينة، خطة العينة، خطة المعاينة، تصميم المعاينةAfrikaans\ \ steekproefontwerp; steekproefplan; opname-ontwerpChinese\ \ 样 本 设 计; 样 本 方 案; 调 查 设 计Korean\ \ 조사설계; 표집설계;표집계획 -
31 планировать
-йрую, -йруешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. планированный, βρ: -ван, -а, -о;ρ.δ.μ. σχεδιάζω, καταρτίζω σχέδιο σχεδιο-ποιώ προσχεδιάζω.σχεδιάζομαι.-рую, -руешьρ.δ. κατέρχομαι, κατεβαίνω ομαλά, βαθμιαία ή με σβησμένο τον κινητήρα κατολισθαίνω. -
32 плановый
επ.του σχεδίου, της, σχεδίασης, της σχεδιοποίησης• με σχέδιο•-ое здание κτίριο με σχέδιο•
плановый работник σχεδιαστής•
плановый ое хозяйство σχεδιασμένη οικονομία•
плановый отдел τμήμα σχεδιοποίησης.
-
33 планомерно
επίρ.με σχέδιο, με πλάνο σύμφωνα με το σχέδιο. -
34 проектировать
-руга, -руешьρ.δ.μ.1. σχεδιάζω, κάνω σχέδιο•проектировать машиностроительный завод κάνω σχέδιο εργοστασίου μηχανοκατασκευής.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.1. σχεδιάζομαι.2. σκοπεύω, προτιθεμαι.-рую, -руешьρ.δ.μ.1. σχεδιάζω προβολή.2. βλ. процеировать.προβάλλομαι. -
35 проектный
επ.του σχεδίου ή της σχεδίασης•-ое бюро γραφείο σχεδίασης•
-ая группа ομάδα σχεδίασης.
|| προβλεπόμενος απο το σχέδιο•-ая мощность η ισχύς που προβλέπεται από το σχέδιο.
-
36 фасон
-а α.1. είδος, μορφή, όψη• ύφος. || κόψιμο, σχέδιο, μοντέλο (για ενδύματα, υποδήματα)•снять фасон βγάζω σχέδιο, αχνάρι.
2. τρόπος, συμπεριφορά.3. ακκισμοί, καμώματα, τσακίσματα, τσιριμόνιες. || επινόηση, τέχνασμα.εκφρ.не фасон – (απλ.) δεν είναι τρόπος, δεν αρμόζει, δεν πρέπει•держать фасон – βλ. фасонить. -
37 бесплановый
χωρίς σχέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплановый
-
38 дизайн
1. (замысел, проект, чертёж) το σχέδιο, η μελέτη 2. (художественное конструирование) η διακόσμηση, το ντιζάϊν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизайн
-
39 защитить
1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить
-
40 калькирование
(снятие копии чего-л. посредством кальки) η αντιγραφή (π.χ. του σχεδίου) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρ-του-ть (снимать копию чего-л. посредством кальки) αντιγράφω (π.χ. το σχέδιο) μέσω χαρτιού σχεδίασης/ρυζόχαρτουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калькирование
См. также в других словарях:
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
σχέδιο — το 1. παράσταση με γραμμές κάποιου αντικειμένου: Ποιος έκανε το σχέδιο αυτής της γέφυρας; 2. στολίδι γραμμικό πάνω σε μια επιφάνεια: Το ύφασμα αυτό έχει πολλά σχέδια. 3. είδος, μορφή, τύπος: Δε μου αρέσει αυτό το σχέδιο του αυτοκινήτου. – Πουλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… … Dictionary of Greek
εγχάρακτο σχέδιο — Απλό, άμεσο και εύκολο σχέδιο, που χαράσσεται με αιχμηρό εργαλείο σε πέτρα, μέταλλο, πηλό ή κονίαμα. Πρωτοεμφανίστηκε στην παλαιολιθική εποχή στα χαράγματα των σπηλαίων, τα οποία οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες γέμιζαν με μια λευκή ή ροδόχρωμη ύλη για… … Dictionary of Greek
Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… … Dictionary of Greek
Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… … Dictionary of Greek
Μάρσαλ, σχέδιο — Βλ. λ. Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ. Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε στην οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (φωτ. «100+1 χρόνια Ελλάδας») … Dictionary of Greek
σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… … Dictionary of Greek
νιέλλο — Σχέδιο χαραγμένο και ζωγραφισμένο επάνω σε άργυρο ή χρυσό. Η τεχνική του είναι πολύ απλή: επάνω σε μια χρυσή ή αργυρή πλάκα χαραγμένη με οξύ εργαλείο και ύστερα σκαλισμένη με το κοπίδι τοποθετείται σε λεπτό στρώμα ένα κράμα από άργυρο, μόλυβδο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek