-
1 τρων
-
2 τρῶν
-
3 ήτρων
-
4 ἤτρων
-
5 βλήτρων
βλή̱τρων, βλῆτρονfastening: neut gen pl -
6 θεάτρων
θεά̱τρων, θέατρονplace for seeing: neut gen pl -
7 θηράτρων
θηρά̱τρων, θήρατρονinstrument of the chase: neut gen pl -
8 ιατρών
-
9 ἰατρῶν
-
10 μηνύτρων
μηνύ̱τρων, μήνυτρονreward for information: neut gen pl -
11 μάτρων
μά̱τρων, μήτρωςmaternal uncle: masc acc sg (doric) -
12 θυγάτηρ
θῠγάτηρ [ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος [var] contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα [dialect] Ep.Aθύγατρα Il.1.13
; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, [dialect] Ep. and lyr.θύγατρες 9.144
, Sapph.Supp. 20a.16: gen. pl.- τέρων IG22.832.19
, Pl.R. 461c, poet. - τρῶν: dat. pl. - τράσι [dialect] Ep.- τέρεσσι Il.15.197
; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:— daughter, Il.9.148, 290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυγάτηρ
См. также в других словарях:
τρῶν — τρέω flee from fear pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρών — λυτρών, ῶνος, ὁ (Α) αφοδευτήριο, απόπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ τού λύω + επίθημα τρών (πρβλ. λου τρών, πε τρών)] … Dictionary of Greek
τυροφάγος — α, ο / τυροφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν νεοελλ. μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος (ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά… … Dictionary of Greek
Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… … Wikipedia
κάπα — και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα) φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας νεοελλ. 1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι 2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια 3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη … Dictionary of Greek
κότα — και κόττα, η 1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα 2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα 3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος β) «κοιμάμαι με τις κότες» κοιμάμαι πολύ νωρίς γ)… … Dictionary of Greek
μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») … Dictionary of Greek
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
όποιος — α, ο (Μ ὅποιος, α, ον) (αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ. β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών οι κότες», παροιμ.) νεοελλ. (ως αόρ. αντων.) 1. οποιοσδήποτε («όποιος κι … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek