-
1 манера
-ы θ.1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•
резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•
у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.
|| συνήθεια•у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.
2. ύφος, στυλ•манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•
переменить -у αλλάζω το στυλ.
3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•
непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•
скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•
странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.
εκφρ.всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά. -
2 манера
манера ж 1) ο τρόπος, η τεχνοτροπία· \манера исполнения η τεχνοτροπία 2) мн.: \манераы οι τρόποι η συμπεριφορά (поведение)' хорошие (плохие) \манераы οι καλοί ( κακοί) τρόποι* * *ж1) ο τρόπος, η τεχνοτροπίαмане́ра исполне́ния — η τεχνοτροπία
2) мн.мане́ры — οι τρόποι; η συμπεριφορά ( поведение)
хоро́шие (плохи́е) мане́ры — οι καλοί (κακοί) τρόποι
-
3 приличие
приличие с η ευπρέπεια, οι καλοί τρόποι· правила \приличиея οι κανόνες ευπρέπειας* соблюдать \приличиея τηρώ τους τύπους* * *сη ευπρέπεια, οι καλοί τρόποιпра́вила прили́чия — οι κανόνες ευπρέπειας
соблюда́ть прили́чия — τηρώ τους τύπους
-
4 приём
-а α.1. παραλαβή•приём заявлений παραλαβή αιτήσεων.
|| λήψη•приём лекарств λήψη φαρμάκων•
приём пищи λήψη τροφής.
|| πρόσληψη, εισδοχή•приём в партию πρόσληψη στο κόμμα.
2. υποδοχή•приём гостей υποδοχή φιλοξενούμενων•
дни -а μέρες δεξίωσης•
холодный приём ψυχρή υποδοχή•
устроить приём οργανώνω υποδοχή•
серд-чный приём εγκάρδια υποδοχή.
|| ακρόαση, επίσκεψη στο γιατρό. || δόση•лекарство в маленьких -ах φάρμακο σε μικρές δόσεις.
3. φορά•выпить в один приём πίνω μια φορά, μονοκοπανιά.
4. κίνηση, άσκηση•ружейные -ы ασκήσεις όπλου, οπλασκία•
гимнастические -ы γυμναστικές ασκήσεις.
|| τρόπος, μέθοδος•разные -ы лечения διάφοροι τρόποι θεραπείας.
5. πλθ. παλ. τρόποι συμπεριφοράς.(αθλτ.) τρόπος• λαβή (στην πάλη). -
5 тропы
λεκτικοι τροποιперифраза η αντονομασία, η περίφρασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тропы
-
6 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
7 замашки
замашкимн. разг ὁ τρόπος, ἡ συνήθεια:барские \замашки τά ἀρχοντικά καμώματα· дурные \замашки οἱ κακοί τρόποι, οἱ ἰδιοτροπίες. -
8 изысканный
изысканн||ыйприл λεπτός, ἐξεζητημένος:\изысканныйые манеры οἱ λεπτοί τρόποι· \изысканныйые блюда οἱ λιχουδιές, τά ἐκλεκτά φαγητά. -
9 манера
манер||аж ὁ τρόπος, ἡ συμπεριφορά / τό ὑφος, τό στυλ (стиль):\манера говорить (держать себя) ὁ τρόπος ὁμιλίας (συμπεριφοράς)· непринужденные \манераы οἱ ἀνεπιτήδευτοι τρόποι· \манера пения τό στυλ τοῦ τραγουδιοῦ. -
10 новаторский
новатор||скийприл καινοτόμος, μοντέρνος:\новаторскийские способы производства οἱ μοντέρνοι τρόποι παραγωγής· \новаторскийские предложения οἱ προτάσεις τοῦ καινοτόμου. -
11 утонченный
утонченн||ыйприл φίνος, λεπτός, ἐκλεπτυσμένος:\утонченныйые манеры οἱ λεπτοί τρόποι. -
12 ухватка
ухватк||аж разг1. (ловкость, сноровка) ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ πείρα:у него́ в работе нет \ухваткаи δέν 8χα πείρα τής δουλειᾶς·2. (манеры.) οἱ τρόποι, τό ὑφος, ἡ συμπεριφορά. -
13 взяточнический
επ.της δωροδοκίας•-ие приемы τρόποι δωροδοκίας.
-
14 вкрадчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оκολακευτικός, γαλίφίκος• κοπλιμεντόζικος•-ые речи κολακευτικοί λόγοι•
-ые манеры κολακευτικοί τρόποι.
-
15 вульгарный
επ., βρ: рен, -рна, -рно.1. χυδαίος, αισχρός•-ые манеры χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. διαστρεβλωμένος, εκχυδαϊσμένος•вульгарный материализм εκχυδαϊσμένος υλισμός.
εκφρ.- ая латынь – λατινική απλολογιά (μη κλασσική). -
16 дурной
επ., βρ: дурен к. απλ. дурн, дурна, -но.1. κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρουστικός•дурной почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας•
дурной зипах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία•
-ые привычки κακές συνήθειες•
-ые манеры άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. αισχρός, ανήθικος•дурной поступок κακή διαγωγή•
дурной человек αισχρός άνθρωπος•
-ая женщина αισχρή γυναίκα•
-ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις).
3. δυσάρεστος•-ая примета κακό σημάδι•
-бе настроение κακή διάθεση•
дурной сон άσχημο όνειρο•
-ые вести κακά μαντάτα•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση.
4. δυσειδής, κακόμορφος, δΰσμορφος• ασχημομούρης,5. κουτός, βλάκας.εκφρ.кричать (визжать, вскрикивать – κ.τ.τ.) -ым голосом βγάζω στρίγγλες φωνές•не будь дурн (дурна) – μην είσαι |κουτός•- ая болезнь – αφροδίσιο νόσημα. -
17 изысканный
επ. από μτχ.λεπτός, εξεζητημένος• κομψός•изысканный вкус εξεζητημένος γούστος•
-ые манеры λεπτοί τρόποι•
-ое общество η εκλεχτή κοινωνία.
-
18 изящный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно κομψός, χαριτωμένος λεπτός, λεπτεπίλεπτος•-ая фигура κομψή φιγούρα•
-ые манеры λεπτόί: τρόποι•
изящный стиль κομψό στυλ•
изящный почерк καλλιγραφικός γραφικός χαρακτήρας.
εκφρ.- ые искусства – οι Καλές Τέχνες•-ая литература ή словесность – παλ. φιλολογία. -
19 канал
-а α.1. αύλακας, διώρυγα, κανάλι•суецкий канал η διώρυγα του Εουέζ•
коринфский канал η διώρυγα του ισθμού της Κορίνθου•
оросительный канал αρδευτικός αύλακας.
2. το εσωτερικό αυλού•канал артиллерийского орудия ο αυλός του πυροβόλου!•
кабельный канал ο πυρήνας του καλωδίου.
3. σωλήνας•, мочеиспускательный канал η ουρήθρα•пищеварительный канал ο πεπτικός σωλήνας.
4. μτφ. πλθ. -ы μέσα, τρόποι, οδοί. -
20 клин
-а, πλθ. клинья-ьев α.1. σφήνα.2. τσόντα.3. κομμάτι, λωρίδα γης.4. επίρ. - ом σφηνοειδώς.εκφρ.клин клином вышибать ή выбивать – τη σφήνα με τη σφήνα τη βγάζουν, πάσσαλος πασσάλω εκρούετο (πληρώνω με το ίδιο νόμισμα)•- ом не вышибешь – με τίποτε δεν του το βγάζεις από το κεφάλι (είναι σκληροκέφαλος)•куда не кинь клин все клин – όπου και να πάω, τα βρίσκω μπαστούνια (ή σκούρα)•свет не -ом сошёлся ή земля не -ом сошлась – δε χάθηκε ο κόσμος απ αυτό (υπάρχουν κι άλλα μέσα και τρόποι).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροποί — τροπός twisted leathern thong masc nom/voc pl τροπόω make to turn pres subj mp 2nd sg τροπόω make to turn pres ind mp 2nd sg τροπόω make to turn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόποι — τρόπος turn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek