Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τροφοδοτώ

См. также в других словарях:

  • τροφοδοτώ — τροφοδοτώ, τροφοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τροφοδοτώ — τροφοδότησα, τροφοδοτήθηκα, τροφοδοτημένος 1. δίνω τρόφιμα, κάνω τροφοδοσία, ταΐζω. 2. δίνω σε κάτι για συντήρηση ή λειτουργία του τα αναγκαία υλικά: Τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα. 3. δίνω συστηματικά: Ο τύπος τροφοδοτεί καθημερινά την κοινή γνώμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τροφοδότηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροφοδοτώ, η παροχή τροφίμων 2. συνεκδ. συστηματική παροχή 3. (κατ΄ επέκτ.) α) η χορήγηση της αναγκαίας ενέργειας και τών αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος β) παροχή ή… …   Dictionary of Greek

  • διατρέφω — (AM διατρέφω) 1. τρέφω, τροφοδοτώ, παρέχω τα απαραίτητα για συντήρηση 2. παθ. υποστηρίζομαι συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • εμβρωματίζω — ἐμβρωματίζω (AM) 1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ 2. (παθ. και μέσ.) τρώω …   Dictionary of Greek

  • καταπορίζω — (Α) επανέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πορίζω «φέρνω, τροφοδοτώ» (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • καταρδεύω — (AM) 1. ποτίζω, καταβρέχω 2. αναζωογονώ («τῇ τοῡ ἁγίου πνεύματος καταρδευόμενοι χάριτι», Κύριλλ.) μσν. 1. τρέφω, τροφοδοτώ 2. ευφραίνω …   Dictionary of Greek

  • λυχνιάζω — (Α) [λυχνία] τροφοδοτώ λύχνο με λάδι …   Dictionary of Greek

  • παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… …   Dictionary of Greek

  • προσπορίζω — ΝΑ 1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσπορίζομαι προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως αρχ. 1. μαθημ. προσθέτω 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν (κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορίζω «φέρω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»