-
1 τροφοδοτώ
(ε) μετ.1) снабжать продовольствием; 2) перен. снабжать, обеспечивать (чём-л.); поставлять (что-л.) -
2 τροφοδοτώ
[трофодото] р. снабжать продовольствием,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τροφοδοτώ
-
3 τροφοδοτώ
[трофодото] ρ снабжать продовольствием. -
4 τροφοδοτώ
yiyecek vermek, besin maddesi dağıtmak -
5 τροφοδοτώ
1) alimenter2) approvisionner -
6 τροφοδοτώ
1) karmić czas.2) podsycać czas.3) żywić czas. -
7 τροφοδοτώ
1) napájet2) stravovat3) zásobovat4) živit -
8 τροφοδοτώ
1) feed2) fuelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τροφοδοτώ
-
9 napájet
τροφοδοτώ -
10 stravovat
τροφοδοτώ -
11 zásobovat
τροφοδοτώ -
12 živit
τροφοδοτώ -
13 podsycać
τροφοδοτώ -
14 żywić
τροφοδοτώ -
15 продовольствие
продовольствие с τα τρόφιμα· снабдить \продовольствием τροφοδοτώ* * *сτα τρόφιμαснабди́ть продово́льствием — τροφοδοτώ
-
16 питать
ρ.δ.μ.1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. || παλ. τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν.2. εφοδιάζω•питать город электричеством εφοδιάζω (τροφοδοτώ)ιΓτην πόλη με ηλεκτρισμό.
3. μτφ. έχω, διατηρώ•питать ненависть τρέφω μίσος•
питать надежду τρέφω ελπίδα•
питать отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον) αντιπαθώ.
1. τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. || σιτίζομαι.2. τροφοδοτούμαι.3. εφοδιάζομαι. -
17 питать
1. (горючим, сырьём и т.п.) τροφοδοτώ 2. (энергией) παρέχω ενέργεια 3 (давать кому-л. пищу, кормить) τρέφω, ταίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > питать
-
18 подавать
δίνω, δίδω, προσδίδω, παρέχω, προσφέρω, τροφοδοτώ- вперёд - προωθώ, προχωρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подавать
-
19 снабжать
1. (питать) εφοδιάζω 2. (обеспечивать) τροφοδοτώ, προμηθεύω 3. (предусматривать, устраивать) εξοπλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снабжать
-
20 питать
питатьнесов1. τρέφω, θρέφω, διατρέφω / σιτίζω, τροφοδοτώ (тж. воен., тех.)·2. перен (чувствовать) αἰσθάνομαι, νοιώθω, τρέφω:\питать злобу ἐχθρεύομαι· \питать ненависть μισώ, τρέφω μίσος· \питать отвращение αἰσθάνομαι ἀπέχθεια· \питать симпатию τρέφω συμπάθεια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροφοδοτώ — τροφοδοτώ, τροφοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τροφοδοτώ — τροφοδότησα, τροφοδοτήθηκα, τροφοδοτημένος 1. δίνω τρόφιμα, κάνω τροφοδοσία, ταΐζω. 2. δίνω σε κάτι για συντήρηση ή λειτουργία του τα αναγκαία υλικά: Τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα. 3. δίνω συστηματικά: Ο τύπος τροφοδοτεί καθημερινά την κοινή γνώμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τροφοδότηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροφοδοτώ, η παροχή τροφίμων 2. συνεκδ. συστηματική παροχή 3. (κατ΄ επέκτ.) α) η χορήγηση της αναγκαίας ενέργειας και τών αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος β) παροχή ή… … Dictionary of Greek
διατρέφω — (AM διατρέφω) 1. τρέφω, τροφοδοτώ, παρέχω τα απαραίτητα για συντήρηση 2. παθ. υποστηρίζομαι συνεχώς … Dictionary of Greek
εμβρωματίζω — ἐμβρωματίζω (AM) 1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ 2. (παθ. και μέσ.) τρώω … Dictionary of Greek
καταπορίζω — (Α) επανέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πορίζω «φέρνω, τροφοδοτώ» (< πόρος)] … Dictionary of Greek
καταρδεύω — (AM) 1. ποτίζω, καταβρέχω 2. αναζωογονώ («τῇ τοῡ ἁγίου πνεύματος καταρδευόμενοι χάριτι», Κύριλλ.) μσν. 1. τρέφω, τροφοδοτώ 2. ευφραίνω … Dictionary of Greek
λυχνιάζω — (Α) [λυχνία] τροφοδοτώ λύχνο με λάδι … Dictionary of Greek
παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… … Dictionary of Greek
προσπορίζω — ΝΑ 1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσπορίζομαι προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως αρχ. 1. μαθημ. προσθέτω 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν (κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορίζω «φέρω,… … Dictionary of Greek