τρισάωρος — ον, Α αυτός που πέθανε πολύ πριν τής ώρας του, πάρα πολύ νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)] … Dictionary of Greek
τρισάωρε — τρισάωρος most untimely dead masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)