-
1 τρισαθλιος
-
2 τρισάθλιος
α, ο[ν] жалкий, несчастный -
3 τρισάθλιος
[трисатлиос] επ очень несчастный, жалкий. -
4 τρισαποτμος
-
5 τρισδειλαιος
-
6 τρισδυστηνος
-
7 τρις
(ῐ, у Hes. в арсисе ῑ)1) трижды, троекратноτ. τόσον Hom. — втрое больше;
ἐς τ. Her. — трижды;τ. ἓξ βαλεῖν погов. Aesch. — трижды выбросить шестерку ( при игре в кости), т.е. добиться необыкновенного счастья2) ( в виде приставки) досл. трижды, перен. крайне, весьма(τρισάθλιος Aesch.)
См. также в других словарях:
τρισάθλιος — thrice unhappy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλιος — α, ο / τρισάθλιος, ία, ον, ΝΜΑ τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ. β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.) νεοελλ. 1. κακοηθέστατος 2. φρ. «ελεεινός και… … Dictionary of Greek
τρισάθλιος — α, ο πολύ άθλιος, πανάθλιος, ελεεινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισαθλιώτατον — τρισάθλιος thrice unhappy masc acc superl sg τρισάθλιος thrice unhappy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίων — τρισάθλιος thrice unhappy fem gen pl τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίως — τρισάθλιος thrice unhappy adverbial τρισάθλιος thrice unhappy masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλιον — τρισάθλιος thrice unhappy masc acc sg τρισάθλιος thrice unhappy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίοις — τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίου — τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίους — τρισάθλιος thrice unhappy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίῳ — τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)