-
1 τριπλασιος
3(ᾰ) утроенный, тройнойτ. τινος Arph., Plat. — втрое больше кого(чего)-л.;
τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. — иметь втрое больше войска -
2 τριπλάσιος
α, ο [ία, ον] тройной; троекратный, утроенный -
3 τριπλάσιος
[трипласиос] εκ. тройной.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριπλάσιος
-
4 τριπλάσιος
[трипласиос] επ тройной.
См. также в других словарях:
τριπλάσιος — thrice as many masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιος — α, ο / τριπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῡσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ. γ. «τοῡτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον… … Dictionary of Greek
τριπλάσιος — α, ο επίρρ. α, 1. τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, τριπλός: Το 6 είναι τριπλάσιο του 2. 2. το ουδ. ως ουσ., τριπλάσιο, το τριπλάσια ποσότητα: Να βάλεις στη βανίλια το τριπλάσιο ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριπλασίω — τριπλάσιος thrice as many masc/neut nom/voc/acc dual τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίων — τριπλάσιος thrice as many fem gen pl τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen pl τριπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίως — τριπλάσιος thrice as many adverbial τριπλάσιος thrice as many masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιον — τριπλάσιος thrice as many masc acc sg τριπλάσιος thrice as many neut nom/voc/acc sg τριπλασίων masc/fem voc sg τριπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίοις — τριπλάσιος thrice as many masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίου — τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίους — τριπλάσιος thrice as many masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίῃ — τριπλάσιος thrice as many fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)