-
1 τρικήριο
τρικήριο τοтрикирий – трисвещник (подсвечник с тремя свечами). Трикирием и дикирием архиерей благословляет народ. В таинственном смысле трикирий знаменует троичность лиц в Боге, см. δικηροτρίκηραЭтим.< τρικήριον < τρι- + -κήριον «три + свеча» -
2 δικηροτρίκηρα
δικηροτρίκηρα ταΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δικηροτρίκηρα
См. также в других словарях:
τρικήριο — το / τρικήριον, ΝΜ, και τρίκηρο και τρικέρι Ν εκκλ. φορητό κηροπήγιο με υποδοχές για τρία κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τρικήριον (< τρι * + κηρίον). Για την τροπή τού η σε ε , στον νεοελλ. τ. τρικέρι, πρβλ. σίδηρος: σίδερο (βλ. και λ. κερί)] … Dictionary of Greek
τρίκηρο — το, Ν βλ. τρικήριο … Dictionary of Greek
τρικέρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται B του ομώνυμου διαύλου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 9 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Κυριακή (υψόμ. 10 μ.), ο… … Dictionary of Greek