Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τρικήριο

См. также в других словарях:

  • τρικήριο — το / τρικήριον, ΝΜ, και τρίκηρο και τρικέρι Ν εκκλ. φορητό κηροπήγιο με υποδοχές για τρία κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τρικήριον (< τρι * + κηρίον). Για την τροπή τού η σε ε , στον νεοελλ. τ. τρικέρι, πρβλ. σίδηρος: σίδερο (βλ. και λ. κερί)] …   Dictionary of Greek

  • τρίκηρο — το, Ν βλ. τρικήριο …   Dictionary of Greek

  • τρικέρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται B του ομώνυμου διαύλου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 9 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Κυριακή (υψόμ. 10 μ.), ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»