-
1 τριακοντοργυιος
-
2 τριακοντωρυγος
См. также в других словарях:
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek
1 τριακοντοργυιος
2 τριακοντωρυγος
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek