Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρεισκαιδέκατος

См. также в других словарях:

  • τρεισκαιδέκατος — thirteenth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδέκατος — και τρισκαιδέκατος και αιολ. τ. [τρισ]καιδέκοτος άτη, ον, Α ο δέκατος τρίτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + κατάλ. τακτικών αριθμ. τος*] …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδέκατον — τρεισκαιδέκατος thirteenth masc acc sg τρεισκαιδέκατος thirteenth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδεκάτην — τρεισκαιδέκατος thirteenth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδεκάτης — τρεισκαιδέκατος thirteenth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδεκάτῃ — τρεισκαιδέκατος thirteenth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδεκάτῳ — τρεισκαιδέκατος thirteenth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδεκαταίος — και τρισκαιδεκαταῑος, αία, ον, Α αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά την δέκατη τρίτη μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαιδέκατος + κατάλ. –αῖος (πρβλ. τεταρτ αῖος)] …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκατημόριον — και τρισκαιδεκατημόριον, τὸ, Α το ένα δέκατο τρίτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαιδέκατος + μόριον (< μόρος), πρβλ. τεταρτ η μόριον] …   Dictionary of Greek

  • τρισκαιδέκατος — άτη, ον, Α βλ. τρεισκαιδέκατος …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκάτωι — τρεισκαιδεκάτῳ , τρεισκαιδέκατος thirteenth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»