Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τραχύστομος

См. также в других словарях:

  • τραχύστομος — ον, Α αυτός που έχει τραχιά ομιλία ή προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος] …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • τραχυστομία — ἡ, Α [τραχύστομος] χοντρή προφορά …   Dictionary of Greek

  • τραχυστόμους — τρᾱχυστόμους , τραχύστομος of rough speech masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»