Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τραυματίας

См. также в других словарях:

  • τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… …   Dictionary of Greek

  • τραυματίας — τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίας wounded man masc nom sg (attic epic doric aeolic) τραυματίᾱς , τραυματίης masc acc pl τραυματίᾱς , τραυματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίας — ο αυτός που έχει τραύμα ή τραύματα, πληγωμένος, λαβωμένος: Δύο νεκροί και τρεις τραυματίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυματίαι — τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματιῶν — τραυματίας wounded man masc gen pl τραυματίης masc gen pl τραυματίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίαις — τραυματίας wounded man masc dat pl τραυματίης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματία — τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc nom/voc/acc dual τραυματίας wounded man masc voc sg τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc voc sg (attic) τραυματίᾱ , τραυματίας wounded man masc gen sg (doric aeolic) τραυματίας wounded man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτραυματίας — ο, Ν ιατρ. τραυματίας που παρουσιάζει πολλές κακώσεις συνεπεία, ιδίως, οδικού ατυχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytraumatise (< πολυ * + τραυματίζω / τραυματίας)] …   Dictionary of Greek

  • τραυματίαν — τραυματίᾱν , τραυματίας wounded man masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίας wounded man masc acc sg τραυματίᾱν , τραυματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τραυματίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίᾳ — τραυματίαι , τραυματίας wounded man masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίας wounded man masc dat sg (attic doric aeolic) τραυματίαι , τραυματίης masc nom/voc pl τραυματίᾱͅ , τραυματίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • язвеный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прил. (греч. τραυματίας) раненый; убитый, изрубленный.… …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»