-
1 τραγωδια
ἥ1) лит. трагедия Arst.τραγῳδίαν ποιεῖν Arph. — сочинять трагедию;
τῇ τραγῳδίᾳ νικᾶν Plat. — побеждать на конкурсе трагедий2) трагический или героический эпосτῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι …- κωμῳδίας μὲν Ἐπίχαρμος, τραγῳδίας δὲ Ὅμηρος Plat. — величайшие поэты …в комедии - Эпихарм, в трагическом эпосе - Гомер
3) трагический рассказ Polyb., Diod., Luc.4) трагедийный стиль, подражание трагедииἦν τ. μεγάλη περὴ τὸν Δημήτριον Plut. — Деметрий вел себя, как настоящий трагический актер
5) перен. трагедия, трагичность(ἥ τοῦ βίου τ. Plat.)
-
2 τραγωδία
η трагедия -
3 τραγωδία
[трагодиа] ουσ θ трагедия. -
4 κωμωδια
ἥ комедия(τῇ ξυμπάσῃ τραγῳδίᾳ καὴ κωμῳδίᾳ λῦπαι ἡδοναῖς ἅμα κεράννυνται Plat.; ἥ μὲν κ. χείρους, ἥ δὲ τραγῳδία βελτίους μιμεῖσθαι βούλεται τῶν νῦν Arst.)
-
5 δημοτερπης
2приятный для народа, увлекательный(τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἥ τραγῳδία Plat.)
-
6 διαδραματιζω
-
7 διιστημι
(fut. διαστήσω, aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 διέστην, pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)1) расставлять, размещать(τοὺς λόχους Thuc.)
διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. — находясь на расстоянии друг от друга;θάλασσα διΐστατο Hom. — (широко) расстилалось море;med. — расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.)2) раскалывать, расщеплять(ξύλον Arst.)
3) раскрыватьτοῖς διισταμένοις (sc. ὀφθαλμοῖς) Arst. — при (широко) раскрытых глазах
4) разделять, раздроблять, расчленять(τέν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὴ διΐστη ὅ πολέμιος Plut.)
5) отделять, различать, отличать(ἡδονέν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.)
6) разлучать, склонять к отпадению(τινά τινος Thuc., Arph.)
7) лог. разлагать, делить(κατ΄ εἴδη Plat.)
8) отходить, отступать(οἱ πολέμιοι διέστησαν Polyb.)
9) расступаться, расходиться, разделяться, разлучатьсяἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρίς Her. — после боя (войска) разошлись;
διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. — они разбились на группы по двести человек;ἥ διάστασις τῶν διεστηκότων Arst. — расстояние между удаленными друг от друга предметами;διαστήτην ἐρίσαντε Hom. — (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре;ἥ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει Dem. — весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями;ὅ δῆμος διέστη Plat. — народ разделился на (враждебные) партии;τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut. — разведенная жена10) расседаться, раскалыватьсяτὰ διεστεῶτα Her. — расселины, трещины
11) различаться, отличаться(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
πλούτου ἀρετέ διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. — богатство и добродетель вещи разные;πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. — весьма различные вещи;ἐν ταύτῃ τῇ διαφορᾷ καὴ ἥ τραγῳδία πρὸς τέν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst. — в этом же состоит и отличие трагедии от комедии -
8 εκπιπτω
1) выпадать, спадать, падать(χειρός τινι, δίφρου Hom.; ἀντύγων ἄπο Eur.; ἐκ τοῦ τρήματος Arph.; ὀδόντες ἐκπίπτουσιν Arst.)
αἱ ἀπὸ τοῦ κέντρου γραμμαὴ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι Arst. — линии, расходящиеся конусом из центра2) быть выбрасываемым (на берег волнами)(Hom. - in tmesi; εἰς γῆν τένδε Eur.; πρὸς τέν χώραν Plat.)
ἐξέπεσεν ἐς τὸν Ναυπακτίων λιμένα Thuc. — (тело Тимократа) прибило волнами к Навпактийскому порту;οἱ ἐκπίπτοντες Xen. — (потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег3) капать, выделяться4) отпадать, отклоняться(ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματός τινος Plat.)
5) воен. делать вылазку, идти в наступление, нападать(οἱ πολέμιοι ἐκπίπτοντες Her., Xen. - ср. 13; ἐκπεσόντες ξίφη ἔχοντες Xen.; εἰς τὰς εὐρυχωρίας ἐκπεσεῖν Polyb.)
ἐξέπεσε διώκων Plut. — он бросился в погоню6) устремляться, выбегать(τῆς ἀγορᾶς δρόμῳ Plut.)
7) убегать(Ἀθήναζε Thuc.; πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen.)
8) прорыватьсяἡ ἀκουσίως ἐκπίπτουσα φωνή Plut. — невольно сорвавшееся слово
9) терпеть неудачу(τραγῳδία ἐκπίπτει Arst.; ἐκπίπτοντες ὑπόμισθοι τραγῳδοῦντες Luc.)
ἐκπεσὼν οἰχήσεται Plat. — ему предстоит провал;ἐξέπεσε τοῦ δράματος Plut. — его драма провалилась;ἐκπέπτωκεν ὅ λόγος NT. — слово не сбылось10) впадать, оказыватьсяεἰς λήθην τινὸς ἐκπεσεῖν Aeschin. — забыть о чем-л.;
εἴς τινα παροινίαν ἐκπεσεῖν Plut. — впасть в некое состояние опьянения11) лишаться власти, быть свергаемым(πρός τινος Aesch., Soph.)
12) быть лишаемым, лишаться(τυραννίδος Aesch.; τῆς φιλίας τινός Plut.)
ἐκπεπτωκὼς ἐκ τῶν ἐόντων Her. — потерявший состояние, впавший в нищету;ἀπὸ τῶν ὑπαρχουσῶν ἐλπίδων ἐ. Thuc. — лишиться своих надежд;ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς δόξης Isocr. — лишиться (былой) славы;τοῦ φρονεῖν ἐ. Plut. — терять рассудок;τοῦ θράσους ἐκπεσεῖν Plut. — пасть духом;ἐκπεσεῖν τοῦ λόγου Aeschin. — сбиться в речи13) изгоняться(ὑπό τινος Her., Thuc.; ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐκπίπτοντες Thuc.; τῶν οἰκιῶν ἐκπεπτωκότες Xen.; τῆς πατρίδος Plut.)
οἱ ἐκπεσόντες Thuc. и οἱ ἐκπεπτωκότες Plut. — изгнанники;ἐκπεσεῖν τῆς βουλῆς Plut. — быть исключенным из сената;τῶν πολεμίων ἐκπεσόντων Plut. — после изгнания неприятеля (ср. 5)14) распространяться, становиться известнымἐκπεσεῖν εἰς ἀνθρώπους Plat. — стать достоянием людей, т.е. общеизвестным;
φωνέ ἐξ ἄλσους ἐξέπεσε Plut. — из рощи раздался голос15) (об оракулах и т.п.) даваться, объявляться(οἱ νῦν ἐκπίπτοντες χρησμοί Luc.; ἐκπίπτει χρησμὸς ποιεῖν τι Diog.L.)
ταύτης τῆς ἀποκρίσεως ἐκπεσούσης Polyb. — когда был объявлен этот ответ16) переходить, превращаться(ἥ στάσις φιλία - v. l. ἐς φιλίαν - ἐξεπεπτώκει Thuc.; εἰς ἀλλότριον εἶδος Plat.)
-
9 επεισοδιωδης
21) эпизодический, несвязный(μῦθος Arst.)
2) изобилующий эпизодическими вставками(ὥσπερ μοχθερὰ τραγῳδία Arst.)
-
10 εποποιια
ἥ эпическая поэзия, эпопея(ὅ λόγος ἐς τέν ἐποποιΐην εὐπρεπής Her.; ἃ ἐ. ἔχει, ὑπάρχει τῇ τραγῳδίᾳ Arst.)
-
11 μηχανη
дор. μᾱχᾰνά ἥ1) орудие, приспособление, сооружениеἰχθυβόλος μ. Ποσειδῶνος Aesch. = τριόδους;
λαοπόροι μηχαναί Aesch. — сооружения для переправы войск2) осадная машина(μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.)
ξύλα ἐς μηχανάς Thuc. — дерево для (сооружения) осадных орудий3) театральная машина ( поднимавшая на сцену бога для неожиданной развязки драматических событий)ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς (sc. ὅ θεός) погов. Dem. или ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μ. Plut. (лат. ut deus ex machina) — словно бог из машины ( символ внезапной и неестественной развязки)
4) средство, способ, возможность(ἤτοι κλήρῳ ἢ ἄλλῃ τινὴ μηχανῇ Her.; πάσῃ τέχνῃ καὴ μηχανῇ Luc.)
μ. κακῶν Eur. — средство против зол;μ. σωτηρίας Aesch. — средство к спасению;μηδεμίῃ μηχανῇ Her. — никоим образом;τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Dem. — каким бы то ни было образом5) уловка, ухищрение(μηχαναὴ σοφιστῶν Plat.)
ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς Her. — по замыслу Алкмеонидов -
12 μοχθηρος
31) страдающий, несчастный, жалкий(γυναικῶν γένος Aesch.; ζόη Her.; βίος Soph.)
μοχθηρὰ τλῆναι Aesch. — терпеть муки;ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς! Plat. — да ты, бедный, впал в безумие!2) плохой, дурной, негодный(ἱμάτια Plat.; βοῦς Arph.; ὕδατα, τραγῳδία Arst.)
3) порочный, испорченный(ἔθη Polyb.)
μ. τέν ψυχήν Plat. — нравственно испорченный -
13 παθητικος
-
14 σκηνογραφια
ἥ1) театральная живопись, декоративное искусство Arst.2) сценический вымысел(τραγῳδία καὴ σ. Plut.)
-
15 ψυχαγωγικος
См. также в других словарях:
τραγῳδία — τραγῳδίᾱ , τραγῳδία tragedy fem nom/voc/acc dual τραγῳδίᾱ , τραγῳδία tragedy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
τραγῳδίᾳ — τραγῳδίαι , τραγῳδία tragedy fem nom/voc pl τραγῳδίᾱͅ , τραγῳδία tragedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — η 1. δραματικό έργο που παρουσιάζει τη σύγκρουση του ανθρώπου προς τη μοίρα του και που προκαλεί το φόβο και τον οίκτο στους θεατές: Η τραγωδία «Αντιγόνη». 2. μτφ., τραγικό γεγονός, συνταραχτική κατάσταση, μεγάλο δυστύχημα: Η κυπριακή τραγωδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιφιγένεια εν Ταύροις — Τραγωδία του Ευριπίδη, συνέχεια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, που διδάχθηκε ωστόσο πριν από αυτή (414; π.Χ.). Πραγματεύεται το προσφιλές στην ελληνική αρχαιότητα θέμα της σωτηρίας δύο ανθρώπων που τους συνδέουν συγγενικοί δεσμοί, υπό αντίξοες… … Dictionary of Greek
τραγῳδίας — τραγῳδίᾱς , τραγῳδία tragedy fem acc pl τραγῳδίᾱς , τραγῳδία tragedy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδίαι — τραγῳδία tragedy fem nom/voc pl τραγῳδίᾱͅ , τραγῳδία tragedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… … Dictionary of Greek
Βασιλεύς ο Ροδολίνος — Τραγωδία του κρητικού θεάτρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1647 στη Βενετία. Είναι έργο του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου από το Ρέθυμνο και η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από έμμετρη τραγωδία του Ιταλού Τορκουάτο Τάσο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ποιητή της … Dictionary of Greek
Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την … Dictionary of Greek
Ιφιγένεια εν Αυλίδι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις ωραιότερες δημιουργίες του, που διδάχθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 405 π.Χ. στην Αθήνα. Με το έργο αυτό ο μεγάλος τραγικός θίγει το θέμα της εθελοντικής θυσίας, όπως άλλωστε έκανε και σε άλλες τραγωδίες του. Μαζί με… … Dictionary of Greek