-
1 τραγουδιστός
η, ό певучий;τραγουδιστόςή φωνή — певучий голос
-
2 τραγουδιστός
[трагудистос] εκ. певучий, напевный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τραγουδιστός
-
3 τραγουδιστός
[трагудистос] επ певучий, напевный.
См. также в других словарях:
τραγουδιστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που άδεται, που ψάλλεται με μουσική («τραγουδιστό κείμενο») 2. αυτός που είναι σαν τραγούδι («τραγουδιστή φωνή» μελωδική ή συρτή φωνή). επίρρ... τραγουδιστά Ν με τραγουδιστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. ιστός (< ρ.… … Dictionary of Greek
τραγουδιστός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που τραγουδιέται, μελωδικός: Τραγουδιστή φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλτός — ή, ό / ψαλτός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. τραγουδιστός αρχ. (κυρίως για εκκλησιαστικό ύμνο) αυτός που ψάλλεται με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου. επίρρ... ψαλτά Ν με ψαλμωδία … Dictionary of Greek
λέντλερ — (Ländler). Λαϊκός βαυαρικός και αυστριακός χορός, σε τρεις χρόνους, συχνά τραγουδιστός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη λέξη Land (= χώρα). Πρόκειται για παραδοσιακό χορό που εξακολουθεί να χορεύεται στο Τιρόλο της Αυστρίας, σε εορταστικές… … Dictionary of Greek
ψαλτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ψέλνεται, ο τραγουδιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)