Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρέχειν

См. также в других словарях:

  • τρέχειν — τρέχω run pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Truck — Lorry redirects here. For other uses, see Lorry (disambiguation) or Truck (disambiguation). North American highway freight rig pulled by a Kenworth tractor. Note the refrigerated trailer and the Conventional ( American ) engine cab style …   Wikipedia

  • вънегда — (191) относит. слово и союз. I. Относит. слово. Употребляется в качестве союзного слова в придат. предлож., относящихся к слову с временным знач.: а на просвѣщениѥ до ·г͠і· генва(р) м(с)ца. въньгда праздьни(к) коньчѩѥть(с). сп(с). ны с҃не б҃жии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PENTATHLUM — Latine Quinqvertium, celebre olim apud Graecos exercitationis genus fuit, imo potius in omnibus quinque certaminum generibus victricem peritiam denotavit. Iul. Pollux l. 3. c. 3. πένταθλος ὁ πέντε ἀγωνιζόμενος, Pentarhlus (sive Quinqvertio, ita… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • σπέρχω — Α 1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.) 2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαι α) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.) β) σπεύδω από οργή …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • υδέω — και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α 1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.) 2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν τρέχειν, λέγειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • tekʷ- —     tekʷ     English meaning: to run; to flow     Deutsche Übersetzung: “laufen, fließen”     Material: O.Ind. tákti “ hurries, schießt dahin”, taktá , táku “hurrying, rash, hasty”, takváds.; avatká “herabfließend”; Av. tačaiti “ running,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ЕВОД — [Еводий; греч. Εὔοδος, Εὐόδιος], ап. от 70, сщмч. (пам. 7 сент. и 4 янв. в Соборе 70 апостолов, греч. 28 апр.), о к ром нет упоминаний в НЗ. Согласно церковному Преданию, Е. возглавил Антиохийскую Церковь после ап. Петра. Самое древнее… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»