-
41 зафрахтовывать
(судно) ναυλώνω (το πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зафрахтовывать
-
42 зерновоз
(судно) το πλοίο μεταφοράς δημητριακών (χύδην).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зерновоз
-
43 китобоец
(судно) το φαλαινοθηρικό (πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > китобоец
-
44 контейнеровоз
1. (мор) το πλοίο μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων 2. (авто) το αυτοκίνητο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнеровоз
-
45 корабль
το πλοίο, το σκάφος, το καράβιвоздушный - το αεροσκάφος, το αεροπλάνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корабль
-
46 ледокол
το παγοθραυστικό (πλοίο)атомный - πυρηνοκίνητο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледокол
-
47 ледорез
1. (судно) το παγοθραυστικό (πλοίο) 2. (устройство для защиты мостового быка) о παγοθραύστης (κατασκευή προστασίας της γέφυρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледорез
-
48 лесовоз
1. мор. το πλοίο μεταφοράς ξυλείας 2 (авто) το φορτηγό μεταφοράς ξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесовоз
-
49 лидер
1. (глава, руководитель) о αρχηγόςо ηγέτης 2 мор. το προπορευόμενο πλοίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лидер
-
50 навалом
1. (о транспортировке продуктов) η χύδην/χύμα μεταφοράη μεταφορά άνευ συσκευασίας2. мор. το ακούμπισματο πλοίο βρήκε (κατόπιν λάθους χειρισμού ή κακών συνθηκών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навалом
-
51 навалочник
(навалочное судно) το πλοίο μεταφοράς φορτίου χύδην/χύματο μπαλκ-κάριερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навалочник
-
52 нефтерудовоз
мор. το πλοίο μεταφοράς πετρελαίου και/ή ξηρού φορτίου χύδηντο Ο.Β.Ο (ξεν.) (oil, bulk, ore carrier)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтерудовоз
-
53 отфрахтовывать
(сдавать судно в наём) ναυλώνω (το πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отфрахтовывать
-
54 отшвартовывать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отшвартовывать
-
55 паром
(для переправы) το οχηματαγωγό, το πορθμείο, разг. το φέρι-μπότ, το φέρρυ-μπώτ (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паром
-
56 план
1. (чертёж, изображающий в масштабе местность, предмет, сооружение и т.п.) το σχέδιο, το σκαρίφημα, το σχεδιο-γράφημαдоставлять - φτιάχνω το -, ετοιμάζω το -карт.) η οριζοντιογραφίαвентиляционный горн. - του εξαερισμούсхематический - το σχεδιάγραμμα, η διάταξη2. (заранее намеченная система чего-л) το πρόγραμμα, το πλάνο (ξεν.)· *в соответствии с - ом σύμφωνα με το -неприемлемый - μη αποδεκτό/εφαρμόσιμο -перспективный эк. - см. долгосрочный -3. кфт. το πλάνοобщий - γενικό -, η γενική λήψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > план
-
57 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
58 порожняк
το άφορτο/άδειο μεταφορικό μέσο (π.χ. φορτηγό, πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порожняк
-
59 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
60 рефрижератор
το ψυγείο (πλοίο, αυτοκίνητο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рефрижератор
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πλοίο — το καράβι, πλεούμενο μεγάλου σχετικά εκτοπίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… … Dictionary of Greek
παγοθραυστικό — Πλοίο ειδικά κατασκευασμένο να πλέει σε παγωμένη θάλασσα για να διατηρεί τους δρόμους ναυσιπλοΐας, που συνήθως παγώνουν, ανοιχτούς. Το πλοίο αυτό προορίζεται να σπάει τον επιφανειακό πάγο, ώστε να ανοίγει τον δρόμο στα κοινά πλοία. Πολλές φορές… … Dictionary of Greek
δρόμων — Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek