-
21 борт
-а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.1. η πλευρά•правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.
2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.
3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.εκφρ.борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•на -у самолета – στο αεροπλάνο•брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο. -
22 брандер
-а α.1. πυρπολικό (πλοίο).2. πλοίο βυθισμένο στην είσοδο του λιμανιού. -
23 шлюп
-а α. παλ.τριίστιο (τρικάταρτο) πλοίο. || πλοίο μονοκάταρτο με δυο πανιά. || περιπολικά στόλου. -
24 атомоход
το πυρηνοκίνητο πλοίο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атомоход
-
25 балкер
мор. το πλοίο μεταφοράς φορτίου χύδην/χύματο μπάλκ-κάριερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балкер
-
26 бот
(судно) η λέμβος, το σκάφος, το πλοιάριοрыболовный - το ψαράδικο, το αλιευτικό πλοίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бот
-
27 брандвахта
1. (пост) η φυλακή/ο φύλακας της πυρόσβεσης 2. (судно) η φυλακή, το πλοίο που παραμένει προς φρούρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брандвахта
-
28 брандер
1. мор. το πυρπολικό, το μπουρλότο 2. (заграждение) το πλοίο βυθισμένο στην είσοδο του λιμανιού/λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брандер
-
29 бункеровка
мор. η παραλαβή υγρών καυσίμων, η ανθράκευση-щик (судно) мор. το πλοίο-εφοδιαστής με καύσιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бункеровка
-
30 водолей
1. мор. η υδροφόρος/η υδροφόρα, το υδατοφόρο πλοίο 2. (астр) ο Υδρο-Χόος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водолей
-
31 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
32 выдвиг
(судна при развороте) η απόσταση που διατρέχει το πλοίο (μέχρι να ανταποκριθεί στη στροφή του πηδαλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдвиг
-
33 газовоз
το πλοίο μεταφοράς υγροποιημένων αερίων (LPG ή LNG).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газовоз
-
34 газотурбоход
το πλοίο/σκάφος προωθούμενο/κινούμενο με αεριοστροβίλους/αεριο-στρόβιλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газотурбоход
-
35 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
36 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
37 докование
мор. о δεξαμενισμός, η εισαγωγή του πλοίου στη δεξαμενή-ть δεξαμενίζω, εισάγω το πλοίο στη δεξαμενήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > докование
-
38 дрейф
(отклонение от курса судна) η παρέκκλιση/εκτροπή του πλοίου από την πορεία του (λόγω ρεύματος, κύματος ή ανέμου)судно лежит на - е το πλοίο είναι ακινητοποιημένο/δεν μπορεί να κινηθείРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрейф
-
39 дрифтер
η ανεμότρατα αφρόψαρων, το αλιευτικό πλοίο/σκάφος που χρησιμοποιεί δίκτυα επιφανείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дрифтер
-
40 заправщик
(горючего) το βυτιοφόρο όχημα, αυτοκίνητο, αεροσκάφος ή πλοίο (αν)εφοδιασμού με καύσιμαο εφοδιαστής (καυσίμων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заправщик
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πλοίο — το καράβι, πλεούμενο μεγάλου σχετικά εκτοπίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… … Dictionary of Greek
παγοθραυστικό — Πλοίο ειδικά κατασκευασμένο να πλέει σε παγωμένη θάλασσα για να διατηρεί τους δρόμους ναυσιπλοΐας, που συνήθως παγώνουν, ανοιχτούς. Το πλοίο αυτό προορίζεται να σπάει τον επιφανειακό πάγο, ώστε να ανοίγει τον δρόμο στα κοινά πλοία. Πολλές φορές… … Dictionary of Greek
δρόμων — Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek