-
61 нардовый
επ.ναρδικός, βαλεριανικός•-ое масло βαλεριανικό λάδι.
-
62 оливин
-а α.χρυσόλιθος πρισματώδης χρώματος λαδί (ελαιόχρωμος). -
63 перегорелый
επ.καμένος• παρακαμένος•-ое масло παρακαμένο λάδι.
|| φθαρμένος τελείως.(απλ.) βρώμικος•перегорелый спирт βρώμικη μυρουδιά οινοπνεύματος (από το στόμα του μεθυσμένου).
-
64 подлить
подолью, подольшь, παρλθ. χρ. подлил, -ла, -лило κ. подлил, подлило, προστκ. подлей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлитый κ. подлитый, βρ: подлит κ. подлит, -а, подлито κ. подлитоρ.σ.μ. χύνω επιπρόσθετα, ακόμα λίγο•подлить соус ρίχνω ακόμα λίγο σάλτσα•
подлить вина в стакан ρίχνω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι.
|| χύνω, ρίχνω από τα κάτω•подлить воду под колесо ρίχνω νερό κάτω από τον τροχό.
εκφρ.масло в огонь – ρίχνω λάδι στη φωτιά (επιδεινώνω (παροξύνω) την κατάσταση.χύνομαι, ρίχνομαι από κάτω. -
65 подпустить
ρ.σ.μ.1. αφήνω, επιτρέπω να πλησιάσει•его не пущу и к двору δε θα του επιτρέψω ούτε στην αυλή μου να πατήσει•
телнка к корове αφήνω το μοσχαράκι να πάει (να βυζάξει) στην αγελάδα (στη μάνα του).
2. ρίχνω, προσθέτω, συμπληρώνω•подпустить белил в краску ρίχνω άσπρο χρώμα στη μπογιά•
подпустить масла в воск ρίχνω λάδι στο κερί.
3. λέγω, πετώ•подпустить шутку λέγω ένα αστείο•
подпустить иронию λέγω μια ειρωνία.
-
66 постный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. νηστήσιμος, σαρακοστιανός•-день νηστήσιμη μέρα•
постный обед σαρακοστιανό γεύμα.
2. άπαχος•-ая баранина άπαχο πρόβειο κρέας.
3. Μτφ. άκεφος, κατηφής, θλιμμένος.4. ψευδευλαβής, ιησουίτης, φαρισαίος, φραγκοπαναγιά.εκφρ.постный сахар – είδος καραμέλας•- ое масло – φυτικό λίπος, λάδι. -
67 привкус
-а α.γεύση πρόσθετη, επίκτητη•мэ.сло с горьким -ом λάδι με πικρή γεύση•
стихи с -ом романтизма στίχοι με χροιά ρω-μαντισμού.
-
68 примасливать
-
69 примаслить
ρ.σ.μ. αλείφω τα μαλλιά με λάδι. -
70 прогорклый
επ.ταγκός•-ое масло ταγκό λάδι.
-
71 растительный
επ.1. φυτικός•растительный мир το φυτικό βασίλειο, ο φυτικός κόσμος•
-ая пища φυτική τροφή•
-ое масло φυτικό λίπος, λάδι•
растительный клей φυτική κόλλα•
-ые паразиты φυτοπαράσιτα•
-ая тля φυτόψειρα.
2. αναπτυξιακός, της ανάπτυξης• ανοδικός.εκφρ.- ая жизнь – φυτοζωία (υποτυπώδης ζωή, χωρίς ενδιαφέροντα)•растительный орнамент – διακόσμηση απεικονίζούσα φυτά.. -
72 резедовый
επ.της ρεζεντάς. || από ρεζεντά•-ое масло λάδι από ρεζεντά, οινανθέλαιο.
-
73 ружейный
επ.του όπλου, του τουφεκιού•ружейный выстрел πυροβολισμός τουφεκιού, τουφεκιά•
-патрон κάλυκας τουφεκιού (όπλου)•
-ое масло λάδι όπλου.
|| με όπλο•-ая охота κυνήγι με όπλο.
-
74 смазка
-и θ.1. άλειμμα• λίπανση.2. αλοιφή, χρίσμα• λάδι, λίπος. -
75 табачный
επ.καπνικός, του καπνού•-ые поля καπνοχώραφα•
-ые листья καπνόφυλλα•
-магазин καπνοπωλείο•
-ая фабрика εργοστάσιο (φάμπρικα) σιγαρέτων•
-ая промышленность καπνοβιομηχανία•
-цвет λαδί χρώμα.
-
76 фальсифицировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. παραποιώ, αλλοιώνω• κιβδηλεύω• ψευτίζω. || νοθεύω•фальсифицировать масло νοθεύω το βούτυρο ή το λάδι•
фальсифицировать вино νοθεύω το κρασί•
фальсифицировать документы ы πλαστογραφώ έγγραφα• •фальсифицировать выборы καλπονοθεύω τις εκλογές.
2. διαστρευλώνω.παραποιούμαι αλλοιώνομαι νοθεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
77 шалфейный
επ.του ελελίσφακου, της φασκομηλιάς. || από φασκομηλιά•-ое масло λάδι από φασκομηλιά.
-
78 шкалик
-а α.παλαιό μέτρο κρασιού 60 γραμμαρίων. || ποτήρι 60 γραμμαρίων. || λιχνάρι (με λάδι και φυτίλι). -
79 экстрагировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. (ιατρ. κ. χημ.) εξάγω, βγάζω•экстрагировать зуб βγάζω το δόντι•
экстрагировать масло из чего-н. βγάζω το λάδι από κάτι.
εξάγομαι, βγαίνω. -
80 oil
1) λάδι2) πετρέλαιο
См. также в других словарях:
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
λάδι — το ιού 1. το παχύρρευστο υγρό που βγαίνει από τον καρπό της ελιάς. 2. κάθε ουσία που μοιάζει με λάδι: Τα λάδια της μηχανής. 3. φρ., «Βγήκε λάδι», κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του· «Μου έβγαλε το λάδι», με ταλαιπώρησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… … Dictionary of Greek
μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek