Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το+λάδι

  • 41 keep (some)one's nose to the grindstone

    (to (force someone to) work hard, without stopping.) βγάζω (κάποιου) / μου βγαίνει το λάδι (στη δουλειά)

    English-Greek dictionary > keep (some)one's nose to the grindstone

  • 42 keep (some)one's nose to the grindstone

    (to (force someone to) work hard, without stopping.) βγάζω (κάποιου) / μου βγαίνει το λάδι (στη δουλειά)

    English-Greek dictionary > keep (some)one's nose to the grindstone

  • 43 oil

    [oil] 1. noun
    (a usually thick liquid that will not mix with water, obtained from plants, animals and minerals: olive oil; whale oil; vegetable oil; cooking oil; He put some oil on the hinges of the door; The car's engine is in need of oil.) λάδι,πετρέλαιο
    2. verb
    (to put oil on or into: The machine will work better if it's oiled.) λαδώνω
    - oily
    - oilfield
    - oil paint
    - oil painting
    - oil palm
    - oil-rig
    - oil-tanker
    - oil-well
    - strike oil

    English-Greek dictionary > oil

  • 44 olive

    ['oliv]
    1) (a type of edible fruit which is used as a garnish etc and which gives oil used for cooking: He put an olive in her cocktail; ( also adjective) an olive tree; olive oil.) ελιά
    2) (the tree on which it grows: a grove of olives.) ελιά,ελαιόδεντρο
    3) ((also olive-green) the brownish-green or yellowish-green colour of the fruit: They painted the room olive; ( also adjective) She wore an olive-green hat.) λαδί
    4) ((also olive-wood) the wood of the tree.) ξύλο ελιάς

    English-Greek dictionary > olive

  • 45 whale oil

    (oil obtained from the fatty parts of a whale.) λάδι φάλαινας

    English-Greek dictionary > whale oil

  • 46 масло

    [μάσλα] ουσ. ο. λάδι, βούτυρο

    Русско-греческий новый словарь > масло

  • 47 масло

    [μάσλα] ουσ ο λάδι, βούτυρο

    Русско-эллинский словарь > масло

  • 48 бобковый

    επ.
    σπερματικός, από σπέρματα•

    -ое масло λάδι από σπόρια.

    Большой русско-греческий словарь > бобковый

  • 49 вода

    -ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.
    1. νερό, ύδωρ•

    дождевая вода βρόχινο νερό•

    морская вода θαλασσινό νερό•

    колодезная вода πηγαδίσιο νερό•

    речная ποταμίσιο νερό•

    проточная вода τρεχούμενο νερό•

    стоячая вода στάσιμο νερό•

    родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•

    питьевая вода πόσιμο νερό•

    минеральная вода μεταλλικό νερό•

    пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•

    грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•

    жесткая вода γλι-φό νερό•

    мягкая вода ελαφρό νερό.

    2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•

    государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•

    территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.

    εκφρ.
    желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•
    седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•
    темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•
    холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•
    лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•
    толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•
    - ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•
    тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•
    много ή немало, столькоκ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•
    набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•
    выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•
    как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια).

    Большой русско-греческий словарь > вода

  • 50 высокомасличный

    επ.
    μεγάλης περιεκτικότητας σε λάδι, πολύ ελαιούχος.

    Большой русско-греческий словарь > высокомасличный

  • 51 гарный

    επ.
    της καύσης• φωτιστικός•

    -ое масло φωτιστικό λάδι.

    Большой русско-греческий словарь > гарный

  • 52 жарить

    ρ.δ.
    1. μ. τηγανίζω, τσιγαρίζω• καβουρδίζω, γιαχνίζω•

    жарить картошку на масле τηγανίζω πατάτες με λάδι•

    жарить рыбу τηγανίζω ψάρια.

    || ψήνω•

    жарить семечки ψήνω σπόρια.

    2. καίω, θερμαίνω δυνατά•

    солнце -ит ο ήλιος ψένει.

    3. μ. υπερθερμαίνω, πυρακτώνω, κορώνω.
    4. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί των αντίστοιχων ρημάτων με σημασία επιτακτική: -ит дождь βρέχει δυνατά•

    жарить наизусть αποστηθίζω καλά•

    -ли его розгами τον χτύπησαν γερά μέ τις βέργες•

    жарить в гармонике παίζω πολύ στη φυσαρμόνικα•

    жарь в аптеку τρέξε γρήγορα στο φαρμακείο•

    так и -ит книгу за книгой καταβροχθίζει τα βιβλία το, ένα κοντά τ’ άλλο.

    1. ψήνομαι• καβουρδίζομαι. || τηγανίζομαι, τσίτ γαρίζομαι.
    2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (στον ήλιο, φωτιά κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > жарить

  • 53 жать

    жму, жмешь, ρ.δ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•

    жать руку σφίγγω το χέρι•

    жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.

    || στηρίζω γερά•

    жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.

    || συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.
    2. στενεύω•

    туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•

    воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.

    3. στίβω, εκθλίβω•

    жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•

    жать виноград πατώ τα σταφύλια•

    жать масло βγάζω λάδι.

    4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•

    жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).

    5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•

    водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).

    1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•

    жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.

    || συνωστίζομαι.
    2. σφίγγομαι, κολλώ•

    ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•

    он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.

    3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•

    он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.

    4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•

    не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.

    жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.
    θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жать

  • 54 крыть

    крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σκεπάζω, καλύπτω•

    крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.

    2. επενδύω, ντύνω.
    3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.
    4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•

    крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.

    5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•

    крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!

    6. μαλώνω, επιπλήττω.
    εκφρ.
    крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крыть
    нечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.
    κρύβομαι•

    в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•

    что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.

    || καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.
    (χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > крыть

  • 55 лампадный

    επ.
    του καντηλιού•

    лампадный свет το φως του καντηλιού ή του λυχναριού•

    -ое масло λάδι για το καντήλι.

    Большой русско-греческий словарь > лампадный

  • 56 мазать

    мажу, мажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мазанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. αλείφω, επαλείφω, χρίζω•

    мазать хлеб маслом αλείφω το ψωμί με λάδι ή βούτυρο.

    || αλείφω με λάσπη•

    мазать избу αλείφω με γλίνα το χαμόσπιτο.

    || χρωματίζω, μπογιατίζω.
    2. λερώνω, λεκιάζω, λιγδώνω.
    3. μτφ. κακοζωγραφίζω, πασαλείφω.
    4. αστοχώ (στη σκοποβολή, παιγνίδι κ.τ.τ.).
    1. αλείφομαι.
    2. λερώνομαι (ακουμπώντας σε κάτι).
    3. βάφομαι, φτιάχνομαι, φτιασιδώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мазать

  • 57 масленый

    επ.
    1. του λαδιού•

    -ое пятно λεκές από λάδι.

    || λαδολερωμένος, λιγδωμένος, λαδωμένος.
    2. μτφ. γυαλιστερός, λαμπερός.
    3. κολακευτικός, γαλίφικος.
    εκφρ.
    - ая неделяβλ. масленица.

    Большой русско-греческий словарь > масленый

  • 58 маслить

    -лю, -лишь
    ρ.δ.μ. λαδώνω, αλείφω με λάδι ή ρίχνω λάόι.
    1. νηλιδώνομαι, λιγδώνομαι, λεκιάζω.
    2. γυαλίζω, λάμπω.

    Большой русско-греческий словарь > маслить

  • 59 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 60 набухать

    ρ. σ.μ. (απλ.) παραχύνω, παραρίχνω•

    набухать воды в кастрюлу παραγεμίζω την κατσαρόλα με νερό•

    набухать масло в кашу παραρίχνω λάδι στο χυλό (κουρκούτι).

    ρ.δ.
    βλ. набухнуть.

    Большой русско-греческий словарь > набухать

См. также в других словарях:

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

  • λάδι — το ιού 1. το παχύρρευστο υγρό που βγαίνει από τον καρπό της ελιάς. 2. κάθε ουσία που μοιάζει με λάδι: Τα λάδια της μηχανής. 3. φρ., «Βγήκε λάδι», κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά του· «Μου έβγαλε το λάδι», με ταλαιπώρησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… …   Dictionary of Greek

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • αλάδωτος — η, ο [λαδώνω] 1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού 2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι 3. που δεν λερώθηκε με λάδι 4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι 5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος 6.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»