Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+γάλα

  • 121 слить

    солью, сольшь, παρλθ. χρ. слил, -ла, -ло, προστκ. слей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слитый, βρ: слит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω μαζί, ανακατώνω, αναμειγνύω• αδειάζω, εκκενώνω•

    слить молоко из двух битонов в один αδειάζω γάλα από δυο δοχεία σε ένα.

    2. συ-γκερνώ. || συντήκω (για μέταλλα).
    3. μτφ. συνενώνω, συγχωνεύω• ενοποιώ.
    4. εκχύνω, ξεχύνω.
    5. αμ. παλ. εκρέω, χύνομαι, τρέχω.
    1. (συν)ενώνομαι.
    2. μτφ. συγχωνεύομαι. || συνδέομαι στενά.
    3. βλ. ενεργ. φ. (5 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > слить

  • 122 снятой

    επ. -ое молоко αποβουτυρομένο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > снятой

  • 123 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

  • 124 сторож

    -а, πλθ
    -а, -ей α. φύλακας, φρουρός•

    ночной сторож νυχτοφύλακας•

    лесной сторож δασοφύλακας•

    тюремный сторож φρουρός φυλακών•

    полевой сторож αγροφύλακας.

    || συσκευή που εμποδίζει να χύνεται το -γάλα, όταν βράζει.

    Большой русско-греческий словарь > сторож

  • 125 счерпать

    ρ.σ.μ. αφαιρώ, βγάζω, παίρνω•

    жир с бульона βγάζω το λίπος από το βραστό (ζωμό)•

    счерпать сливки с молоко βγάζω την κρέμα από το γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > счерпать

  • 126 съёмка

    θ.
    1. πάρσιμο, λήψη.
    2. αφαίρεση, βγάλσιμο•

    съёмка сметаны βγάλσιμο της κρέμας (από το γάλα)•

    съёмка шкуры αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο.

    3. μάζωμα, συγκέντρωση•

    съёмка урожая το μάζωμα της σοδειάς•

    съёмка яблок το μάζωμα των μήλων.

    4. ενοικίαση, νοίκιασμα•

    комнаты ενοικίαση δωματίου.

    5. φωτογράφιση, βγάλσιμο, τράβηγμα φωτογραφίας•

    съёмка фильма το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας.

    6. αποτύπωση εδάφους.

    Большой русско-греческий словарь > съёмка

  • 127 сырой

    επ., βρ: сыр, сыра, сыро.
    1. υγρός, νότιος• νωπός• βρεγμένος, μουσκευμένος•

    -ое бель υγρά ρούχα•

    -ые дрова βρεγμένα ή χλωρά καυσόξυλα•

    сырой воздух υγρός αέρας•

    -ая погода υγρός καιρός•

    сырой климат υγρό κλίμα.

    2. ωμός, άψητος• άβραστος• φρέσκος•

    -ое молоко άβραστο (φρέσκο) γάλα•

    пить -ую воду πίνω άβραστο νερό•

    сырой хлеб άψητο (γλοιώδες) ψωμί.

    || μτφ. ανεπεξέργαστος, χλιαρός.

    Большой русско-греческий словарь > сырой

  • 128 творожить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.μ. μετατρέπω σε μυζήθρα•

    творожить молоко κάνω το γάλα μυζήθρα.

    μετατρέπομαι, γίνομαι, μυζήθρα.

    Большой русско-греческий словарь > творожить

См. также в других словарях:

  • γάλα — lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… …   Dictionary of Greek

  • εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση …   Dictionary of Greek

  • γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»