Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+γάλα

  • 61 выпойка

    θ.
    τάισμα με γάλα ή άλλη υδαρή τροφή (για ζώα).

    Большой русско-греческий словарь > выпойка

  • 62 губа

    -ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.
    1. το χείλος, χείλι•

    накрашенные -ы βαμμένα χείλη•

    жать -ы σφίγγω τα χείλη.

    2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.
    εκφρ.
    у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•
    не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•
    по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•
    молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).
    θ.
    κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).
    θ. παλ., επαρχία.

    Большой русско-греческий словарь > губа

  • 63 долить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило κ. долило, προστκ. долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: долит κ. долит, долита, долито κ. долито
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα•

    чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό.

    2. απογεμίζω• χύνω ως•

    долить в стакан молока απογεμίζω το ποτήρι με γάλα•

    долить воды до половины бутылки ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού.

    χύνομαι ως, τρέχω, ρέω• χύνομαι ολοκληρωτικά.
    -ит, ρ.δ.μ.
    (παλ. κ. απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω• πιάνω, κυριεύω•

    кашель его -ит τον πιάνει ο βήχας.

    Большой русско-греческий словарь > долить

  • 64 жирномолочность

    θ.
    περιεκτικότητα βουτύρου στο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > жирномолочность

  • 65 забелка

    θ.
    1. άσπρισμα, λεύκανση.
    2. (απλ.) καρύκευμα σούπας με κρέμα ή γάλα, άσπρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > забелка

  • 66 заквасить

    -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заквашенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    βάζω μαγιά•

    заквасить тесто βάζω προζύμι στο ζυμάρι•

    заквасить молоко ρίχνω γιαουρτάρι στο γάλα, πήζω γιαούρτι.

    ξυνίζω, γίνομαι ξυνός•

    тесто -лось το ζυμάρι ξύνισε.

    Большой русско-греческий словарь > заквасить

  • 67 из-под

    κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).
    1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•

    мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.

    2. από τα πέριξ•

    он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.

    3. (σημαίνει αλλαγή) απο•

    освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•

    вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•

    выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•

    выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.

    4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•

    бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•

    метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•

    бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.

    εκφρ.
    из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•
    из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι).

    Большой русско-греческий словарь > из-под

  • 68 кипячёный

    επ.
    βρασμένος•

    -ое молоко βρασμένο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > кипячёный

  • 69 киснуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. кис κ. киснул, -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. ξινίζω•

    молоко -ет το γάλα ξινίζει•

    вино -ет το κρασί ξινίζει.

    2. μτφ. οκνεύω, νωθρεύω, τεμπελιάζω. || δυσθυμώ, σκυθρωπάζω, ξινίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > киснуть

  • 70 кобылий

    -ья, -ье
    επ.
    φοραδίσιος, αλογίσιος•

    -ье молоко αλογίσιο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > кобылий

  • 71 козий

    -ья, -ье
    επ.
    γίδινος•

    -ье молоко γίδινο γάλα•

    -ья шкура γίδινο δέρμα•

    козий сыр γίδινο τυρί.

    εκφρ.
    - ья ножка – α) είδος στριφτού τσιγάρου σχήματος τραγόποδου (κα-μπτδ περί το μέσον), β) είδος οδοντάγρας.

    Большой русско-греческий словарь > козий

  • 72 коровий

    -ья, -ье
    επ.
    γελαδινός, -ίσιος•

    -ье молоко γελαδινό γάλα•

    -ье мясо βοδινό κρέας.

    Большой русско-греческий словарь > коровий

  • 73 кофе

    α. άκλ.
    1. η καφέα.
    2. ο καφές•

    жареный кофе ψημένος καφές•

    молоть кофе στουμπίζω, τρίβω καφέ•

    ячменный кофе κριθαρένιος καφές•

    кофе в зёрнах ανάλεστος καφές•

    варить кофе φτιάχνω καφέ•

    пить кофе πίνω καφέ•

    утренний кофе πρωινός καφές•

    кофе с молоком γάλα με καφέ•

    кофе со сливкой καφές με κρέμα•

    любитель кофе καφεπότης.

    Большой русско-греческий словарь > кофе

  • 74 масло

    ουδ.
    1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•

    растительное масло λάδι φυτικό•

    сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•

    топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•

    эфирное масло αιθέριο έλαιο•

    хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•

    льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•

    миндальное масло αμυγδαλέλαιο•

    машинное масло λάδι της μηχανής•

    смазочное масло μηχανέλαιο•

    минеральные -а ορυκτέλαια•

    сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•

    коровье масло βούτυρο αγελάδας•

    завод растительных масел ελαιοτριβείο.

    2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.
    εκφρ.
    масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•
    подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•
    как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•
    как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•
    ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•
    кашу -ом не испортишьπαρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει.

    Большой русско-греческий словарь > масло

  • 75 млеко

    α. παλ.
    γάλα..

    Большой русско-греческий словарь > млеко

  • 76 молочишко

    ουδ.
    παλιογάλα, γάλα μη καλής ποιότητας.
    εκφρ.
    детишкам на молочишко – λίγο, ελάχιστα (για χρήματα).

    Большой русско-греческий словарь > молочишко

  • 77 молочнокислый

    επ.
    που ξυνίζει το γάλα•

    -ые бактерии γαλακτοβάκιλλοι.

    Большой русско-греческий словарь > молочнокислый

  • 78 молочный

    επ.
    1. γαλακτοφόρος•

    молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.

    || γαλακτερός, πολυγάλακτος.
    2. γαλακτοπαραγωγικός•

    -ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.

    || του γάλατος•

    молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.

    3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•

    молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•

    молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.

    4. από γάλα•

    -ые продукты τα γαλακτερά.

    5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•

    молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.

    6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
    7. το γαλακτερό.
    εκφρ.
    молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•
    - ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•
    - ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•
    - ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•
    - ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•
    - ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > молочный

  • 79 мякнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. мяк
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. μαλακώνω•

    сухарь -нет в молоке η φρυγανιά μαλακώνει μέσα στο γάλα.

    || γίνομαι ήπιος•

    он -нет от одного лаского слова αυτός μαλακώνει μ ένα καλό λόγο,

    2. αδυνατίζω, χαλαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > мякнуть

  • 80 наболтать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наболтанный, βρ: -тан, -а, -о
    προσθέτω ανακατεύοντας•

    наболтать яиц в молоко ανακατεύω αυγά στο γάλα.

    ρ.σ.
    1. φλυαρώ πολύ, λογοκοπώ, πολυλογώ.
    2. (απλ.) διαβάλλω, συκοφαντώ, αδικοβγάζω.
    φλυαρώ κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > наболтать

См. также в других словарях:

  • γάλα — lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… …   Dictionary of Greek

  • εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση …   Dictionary of Greek

  • γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»