Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+βράδυ

  • 61 ползти

    ползу, ползшь, παρλθ. χρ. полз
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. έρπω, ερπύζω, σέρνομαι με την κοιλιά•

    червь ползт по земле το σκουλήκι σέρνεται στη γη•

    ползти вверх ανέρπω•

    ползти вокруг περιέρπω.

    2. μτφ. αργοκινούμαι, βραδυ-κινούμαι. || μεταδίνομαι αργά (για ήχους). || ρέω, χύνομαι, αργά.
    3. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω• περιελίσσομαι.
    4. ελίσσομαι, βαίνω ο-φιοειδώς (για δρόμο κ.τ.τ.).
    5. (για χρόνο)• περνώ, διαβαίνω αργά.
    6. ξεφλουδίζομαι, απολεπίζομαι, βγαίνω, πέφτω. || πέφτω, ξεκόβομαι βαθμιαία• κατολισθαίνω•

    берег -зт η όχθη (ακτή) ξεκόβεται από λίγο-λίγο;

    7. ξεφτίζομαι. || χύνομαι από το φούσκωμα•

    тсто -зт из квашни το ζυμάρι χύνεται από το δοχείο.

    || (για βρέφη) μπουσουλώ, -ιζω.

    Большой русско-греческий словарь > ползти

  • 62 пробрюзжать

    -зжу, -зжишь
    ρ.σ. μουρμουρίζω•

    он -ал весь вечер αυτός μουρμούρισε όλη το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > пробрюзжать

  • 63 пробурчать

    ρ.σ. μουρμουρίζω•

    старик -ал весь вечер ο γέρος μουρμούρισε όλο το βράδυ.

    || γουργουλίζω•

    в живоше -ло η κοιλιά γουργούρισε.

    Большой русско-греческий словарь > пробурчать

  • 64 провязать

    ρ.σ. πλέκω (ένα χρον. διάστημα)•

    Большой русско-греческий словарь > провязать

  • 65 проглотить

    -лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταπίνω•

    проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.

    2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•

    проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.

    3. μτφ. δεν εκφέρω•

    проглотить слово καταπίνω τη λέξη.

    4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.
    εκφρ.
    проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•
    язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα).

    Большой русско-греческий словарь > проглотить

  • 66 прогорланить

    ρ.σ. (απλ.) ξεφωνίζω, ξελα-ρυγγίζομαι• λαλώ δυνατά καθώς και με σημ. ενός χρον. διαστήματος•

    он -ил весь вечер αυτός ξελαρυγγίστηκε φωνάζοντας όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прогорланить

  • 67 прогрустить

    ρ.σ. θλίβομαι (για ένα,χΡ°ν• διάστημα)•

    прогрустить весь вечер θλίβομαι όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прогрустить

  • 68 прозевать

    ρ.σ.
    1. μ. χάνω, αφήνω να μου διαφύγει•

    прозевать удобный момент, случай αφήνω να μου διαφύγει η κατάλληλη στιγμή, περίπτωση•

    прозевать поезд χάνω το τρένο.

    || παραβλέπω, παρορώ, αφήνω απαρατήρητο, μου διαφεύγει την προσοχή.
    2. μασώ (για ένα χρον. διάστημα), она -ла весь вечер αυτή μάσησε όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прозевать

  • 69 пропрясть

    ρ.σ. πλέκω (για ένα χρον. διάστημα)•

    пропрясть весь вечер γνέθω όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > пропрясть

  • 70 проронить

    -роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пророненный, βρ: -нен, -а, -о
    κ. пророненный, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. λέγω, προφέρω, εκφέρω, εκστομιζω•

    за весь вечер он не -ил ни слова όλο το βράδυ δεν έβγαλε μιλιά (ούτε μια λέξη).

    2. παρακούω, αφήνω να μου διαφύγει (την ακοή).
    (διαλκ.) χάνω.
    εκφρ.
    не проронить слёзы; не проронить (ни) слезинки – δε χύνω δάκρυα.• δε χύνω (ούτε) ένα δακράκι.

    Большой русско-греческий словарь > проронить

  • 71 проскучать

    ρ.σ.
    ανιώ, πλήττω (για ένα χρον. διάστημα)•

    весь вечер она -ла όλο το βράδυ αυτή είχε βαριεστιμάρα (έπληττε).

    Большой русско-греческий словарь > проскучать

  • 72 простирать

    ρ.δ.
    βλ. простеречь.
    ρ.δ. μ.
    1. πλύνω.
    2. πλύνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    она -ла весь вечер αυτή έπλυνε όλο το βράδυ.

    πλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > простирать

  • 73 проучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τιμωρώ, μαθαίνω, δείχνω, συμμορφώνω•

    я его -чу θα του δείξω εγώ, θα τον•μάθω εγώ, θα τον συμμορφώσω εγώ.

    2. μαθαίνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    проучить уроки весь вечер μελετώ τα μαθήματα όλο το βράδυ.

    μαθαίνω, σπουδάζω1 (για ένα χρον. διάστημα)•

    он -йлсявшко-ле шесть лет αυτός πήγε στο σχολείο έξι χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > проучить

  • 74 работать

    ρ.δ.
    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•

    работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•

    работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•

    работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•

    работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•

    работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.

    2. εκτελώ μια ειδική εργασία•

    работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•

    -электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•

    я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.

    3. λειτουργώ•

    часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•

    мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•

    моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.

    || είμαι ανοιχτός•

    библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.

    4. φτιάχνω•

    работать сапоги φτιάχνω μπότες.

    εκφρ.
    работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.
    1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.
    2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > работать

  • 75 разъяснить

    -нит ρ. απρόσ. (απλ.) αιθριάζω, ξαστερώνω•

    к вечеру -ло κατά το βράδυ ξαστέρωσε.

    -ню -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъяснённый, βρ:- -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω-
    επεξηγώ.
    διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснить

  • 76 рано

    επίρ.
    και ως κατηγ. (ε)νωρίς• πρόωρα•

    рано вечером νωρίς το βράδυ•

    ещё рано είναι ακόμα νωρίς•

    я всегда встаю рано εγώ πάντοτε σηκώνομαι νωρίς (το πρωί)•

    он рано умер αυτός πέθανε πρόωρα.

    εκφρ.
    рано или поздно – (απλ.) αργά ή γρήγορα (κάποτε)•
    раным— – πολύ-πολύ νωρίς (το πρωί).

    Большой русско-греческий словарь > рано

  • 77 сегодня

    (προφ. σεβόντνια) επίρ.
    1. σήμερα•

    сегодня у нас экзамены σήμερα έχομε εξετάσεις•

    -вечером σήμερα το βράδυ•

    сегодня утром σήμερα το πρωί.

    2. τώρα• προς το παρόν•

    сегодня у нас нет заводов, завтра будут τώρα δεν έχομε εργοστάσια, στο μέλλον θα έχομε.

    Большой русско-греческий словарь > сегодня

  • 78 тёмный

    επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.
    1. σκοτεινός•

    -ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•

    -ая комната σκοτεινό δωμάτιο•

    -ое царство το σκοτεινό βασίλειο•

    тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.

    2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•

    -ые волосы σκούρα μαλλιά•

    -ое платье σκούρο φόρεμα.

    || βαθύχρωμος.
    3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•

    -ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.

    4. κακός, φαύλος-άσχημος•

    -ке деяния σκοτεινά έργα•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ые дела σκοτεινές υποθέσεις.

    5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•

    -ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•

    -ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.

    || παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•

    тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.

    6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.
    7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.
    εκφρ.
    - ая мука – το χοντράλευρο•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•
    - ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•
    от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•
    темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο.

    Большой русско-греческий словарь > тёмный

  • 79 температурить

    -рю, -ришь
    ρ.δ. έχω πυρετό•

    больной каждый вечер -ит ο άρρωστος κάθε βράδυ έχει πυρετό.

    Большой русско-греческий словарь > температурить

  • 80 удобно

    1. επίρ. αναπαυτικά, άνετα, βολικά.
    2. ως κατηγ. είναι αναπαυτικά, άνετα,βολικά, εύκολα•

    мне здесь очень удобно εδώ μου είναι πολύ άνετα•

    удобно ли вам прийти вечером? σας βολεύει να έρθετε το βράδυ;

    ταιρ ιάζε ι, αρμόζει•

    удобно ли это сказать άραγε αρμόζει αυτό να ειπωθεί.

    Большой русско-греческий словарь > удобно

См. также в других словарях:

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»